Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

ΦΤΥΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΛΑΟ

Της Σάνιας Μωραιτου (Niki Vikou)

Ο Γρηγόρης, ένας πράος, έντιμος, συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, ξύπνησε με νεύρα. Όλη τη νύχτα στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του με χίλιες σκέψεις να του τριβιλίζουν το μυαλό.

"Διάβολε, κλέφτης δεν είμαι και κλέφτη με λένε. Τεμπέλης δεν ήμουν ποτέ και τεμπέλη, ακαμάτη με ανεβοκατεβάζουν. Όταν οι άλλοι αγόραζαν Μερσέντες με δόσεις, εγώ την έβγαζα με το φιατάκι. Όταν οι συνάδελφοι αρπάζανε τα γρηγορόσημα - όχι όλοι, 3-4 στους 100 - δεν δεχόμουν να με κεράσει κανείς, ούτε μια μπύρα.

Όταν οι γνωστοί πηγαίνανε διακοπές, με δάνεια, στις Μπαχάμες, εγώ την έβγαζα οικογενειακώς στο πατρικό στην Επανωμή.

Τραπεζίτης δεν είμαι και πληρώνω τις τράπεζες. Φοροφυγάς δεν είμαι και χρωστώ στην Εφορεία. Σπάταλος δεν είμαι και δεν μπορώ ν΄αγοράσω μια σοκολάτα στα εγγόνια μου. Τζαμπατζής δεν ήμουν ποτέ, μου κολήσανε κι αυτή την ταμπέλα, σετάκι με τον μπαταχτσή. Σπουδάσαμε φτύνοντας αίμα τα δυο κορίτσια μας και είναι κι οι δυό άνεργες.

Νόμιζα πως είμαι πολίτης, ότι ανήκω στον παντοδύναμο λαό και τώρα με κατατάσσουν στον όχλο."

Μόλις βασίλευαν τα μάτια του, έβλεπε τον Στουρνάρα και τον Θεοχάρη, ντυμένους Ιεροεξεταστές, να τον δένουν πάνω στην πυρά, μέσα σε ένα δάσος που αντί για δένδρα είχε κατακόκκινους τεράστιους λογαριασμούς, και να του φωνάζουν: "Τα λεφτά! που έχεις κρυμμένα τα ευρώ; Δώσε τώρα τα λεφτά!"
Γύρω του χοροπήδαγε ο Άδωνης με την περιβολή του νεκροθάφτη, ο Βορίδης κραδαίνοντας ένα τεράστιο τσεκούρι κι ένας κλόουν, ο ΓΑΠ.

Που ούρλιαζαν υστερικά: "Πλήρωνε μαλάκα, πλήρωνε!"

Πεταγόταν κάθιδρως, έπινε λίγο νερό, μετρούσε προβατάκια για να κοιμηθεί κι εκεί που τον έπιανε το μισούπνι, τα προβατάκια ξαφνικά έπαιρναν τη μορφή τη δική του, της γυναίκας του, των παιδιών του, των συγγενών και των φίλων του, όλοι μαζί μια μεγάλη στρούγκα, μόνον που δεν βέλαζαν μίλαγαν Ελληνικά, για την ακρίβεια μουρμούριζαν:

"Που θα πάει αυτή η κατάσταση; Δεν αντέχουμε άλλο! Μας εξοντώνουν"

Γύρω από την στρούγκα, δεν υπήρχαν βοσκοί αλλά μεγαλοδημοσιογράφοι και συγραφείς του συρμού, άνδρες και γυναίκες, φορούσαν μαύρους χιτώνες, είχαν τεράστιες σουβλερές μύτες, σαν τους Σφήκες του Αριστοφάνη ένα πράγμα, και με τεντωμένο το δάχτυλο, φώναζαν εν χορώ.

"Φταίς! Τιποτένιε! Σκουπίδ! Ανθρωπάκο! Εσύ φταίς για όλα!

Ο διπλανός σου φταίει για όλα! Όρμα του! Ο μετανάστης φταίει για όλα! Όρμα του! Μην σκέφτεσαι, δεν μπορείς, άκου εμάς, για το καλό σου"

Στα πόδια τους τα μαντρόσκυλα του συστήματος, ο Μιχαλολιάκος και η συμμορία του, αλυχτούσαν φρικιαστικά, διψασμένα για αίμα.

Σηκώθηκε, έρριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του να συνέρθει και φώναξε:

Δέσποινα καφεδάκι; - Δέσποινα!

Η κουζίνα άδεια, το ίδιο και το σαλόνι. "Θα έχει ετοιμάσει τους καφέδες και θα με περιμένει στο μπαλκόνι" σκέφτηκε Η γυναίκα του ήταν στο μπαλκόνι, χωρίς φλυτζάνια, βυθισμένη σε ένα βιβλίο.

Καλημέρα! Θα πιούμε καφεδάκι;
Μμμ.
Καλά, άσε, θα τον φτιάξω εγώ. Θέλεις;
Μμμ
Τι διαβάζεις επιτέλους;
Το σοφό παιδί, το πρώτο έργο του Χωμενίδη.
Φέρτο εδώ!
Μα δεν το τελείωσα.
Φέρτο είπα!

Στο μεταξύ την πλησίασε άρπαξε το βιβλίο και με ύφος γεμάτο ικανοποίηση το έσκισε στα δυο, στα τέσσερα, στα οκτώ, στα χίλια δεκαοχτώ κομμάτια, που τα σκόρπισε σαν χαρτοπόλεμο, αργά και ηδονικά, ένα γύρω.. Σηκώθηκε, πήγε στην βιβλιοθήκη κι άρχισε να ψάχνει με μανία τα ράφια, μονολογώντας:

Παπαδιαμάντης, μένει. Τατσόπουλος, χρατσ - χρουτς, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, μένει, Διβάνη, χρατς - χρουτς, Διδώ Σωτηρίου, μένει, Τριανταφύλλου χρατς - χρουτς, Λιλή Ζωγράφου, μένει, Θανάσης Χειμωνάς, χρατς - χρουτς, Βάρναλης, μένει, Δημουλά, χρατς - χρουτς.

Έντρομη η γυναίκα του του πιάνει τα χέρια

Γρηγόρη είσαι καλά;
Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα.
Και τι σου φταίξανε τα καημένα τα βιβλία;

Άκου γυναίκα. Τα βιβλία δεν μου φταίξανε σε τίποτα. Νοιώθω ηλίθιος όμως, να πληρώνω αυτούς που τα γράψανε, για να με φτύνουν κατάμουτρα. Δεν είμαι ούτε πρόβατο, ούτε ηλίθιος, ούτε τζαμπατζής, ούτε μπαταχτσής, ούτε όχλος.

Λαός είμαστε κι είναι καιρός να τους πάρει ο διάβολος την μάνα και τον πατέρα.