Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

MATRIX

Του Χρήστου Σιούλα


Οι Δανειστές δεν ήταν όντα αυτού του κόσμου, είχανε έρθει από κόσμο σκοτεινό. Τους άρεσε ο ήλιος και το φως μας και η ζεστασιά της ζωής μας ήταν η τροφή που τους έλειπε. Φόρεσαν τα προσωπά μας και έβαλαν το σχέδιο μπροστά. Άρχισαν να αγοράζουν την ζωή του κόσμου, μας με τα πολύχρωμα και λαμπερά πετράδια του δικού τους.

Έγιναν οι έχοντες και οι κατέχοντες του κόσμου τούτου.

Οι Δανειστές είχαν τον τρόπο τους. Τι στην ευχή Δανειστές θα ήταν αν δεν τον είχαν δηλαδή. Οι έχοντες το χρήμα έχουν και τον τρόπο να το διαφυλάξουν, είτε το έχουν κλεισμένο στα «σεντούκια» τους, είτε το έχουν να κυκλοφορεί στην «παγκόσμια αγορά».

Οι έχοντες και κατέχοντες τον πλούτο, τον ιδρώτα, και το αίμα αυτής της γης, δεν είχαν την διάθεση να τα μοιραστούν με άλλους, ο κόσμος να καίγεται. Έχουν αποδείξει ιστορικά την πείνα τους αυτή, αιματοκυλίζοντας τον κόσμο αυτόν, όταν έφτανε ο κόμπος στο χτένι και το πράγμα δεν πήγαινε άλλο.

Μας δάνεισαν δεν αντιλέγω πράγματι μας δάνεισαν.

Μας δάνεισαν πόνο ιδρώτα και αίμα. Μας δάνεισαν κούραση, υπερωρίες, και διπλές τριπλές δουλειές, για να τα βγάζουμε πέρα. Μας δάνεισαν τόσα όσα χρειάζονταν να αγοράσουμε τα δικά μας προϊόντα, τα προϊόντα που βγάζαμε σε μια μέρα και κόστιζαν τους κόπους μιας ζωής.

Έπρεπε να κινηθεί η αγορά τους. Έπρεπε κάπου να πουλήσουν τον ιδρώτα και το αίμα και τα πλοία που είχαν στείλει εκεί έξω δεν βρήκαν καταναλωτές άλλους πέραν της γης. Γύρισαν πίσω με άδεια χέρια, με πρόσωπα σκυθρωπά και μας ανακοίνωσαν αυτό που όλοι γνωρίζαμε από καιρό.

Δεν έχουμε άλλα. Δεν θέλουμε άλλα. Δεν δίνουμε άλλα.

Έβγαλαν τους δικούς τους στα μπαλκόνια, να μας πουν ότι μαζί τα φάγαμε, ότι εμείς όλοι φταίμε που έγινε ετούτο το κακό. Έβαλαν τους γυάλινους ανθρώπους τους να μας το λένε κάθε μέρα, τους γραφιάδες τους να μας το γράφουν στο χαρτί, τους καλλιτέχνες τους να μας το τραγουδούν. Έβαλαν στο μυαλό μας την ιδέα και μια σκέψη τριγύρναγε τον νου.

Δεν σας χωράει αυτός ο τόπος, περισσεύετε, είστε πολλοί για αυτή την γη.

Αρχίσαμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλον με υποψία, ψάχνοντας να βρούμε τον εχθρό. Αναρωτιόμασταν πως τόσων χρόνων δουλειάς θυσίας και αγώνων γίνανε άνεμος σε μια στιγμή. Σίγουροι ο καθένας για τον εαυτό του, ρίχναμε τις ευθύνες μας στους άλλους, λέγοντας, πως έφταιγαν αυτοί.

Τα όπλα των Δανειστών άρχισαν να δουλεύουν και ήταν καλά. Τα είχαμε φτιάξει εμείς.

Στον φούρναρη έφταιγε ο Αγρότης. Στον Αγρότη ο Ναυτικός. Στον φορτηγατζή ο Δάσκαλος, στον Δάσκαλο ο Γιατρός και τούμπαλιν. Στο τέλος καταφέραμε να χωριστούμε σε δυο μεγάλες ομάδες στους Μνήμονες και στους Αμνήμονες.

Οι Μνήμονες ήταν με το μέρος των Δανειστών, και οι Αμνήμονες δεν ήθελαν ούτε να τους βλέπουν.

Στους Μνήμονες άρεσε το όμορφο μπιχλιμπιδάτο νόμισμα των Δανειστών και την τεχνολογία τους δεν ήθελαν να την χάσουν με τίποτα. Είχαν όμορφα λαμπερά καθρεφτάκια οι Δανειστές, έβλεπες και την φάτσα σου μέσα, αλλά και τις φάτσες των φίλων σου, όπου γης.

Το μέτωπο των Μνημόνων ήταν αρραγές, όλοι συμφωνούσαν σε ένα πράγμα ήταν με τους Δανειστές.

Αντίθετα στο στρατόπεδο των Αμνημόνων, υπήρχαν γνώμες και ιδέες πολλές, κανείς δεν συμφωνούσε με τον άλλον, στον τρόπο που θα γίνει η δουλειά. Ο καθένας είχε τον δικό του τρόπο και γνώμη αλλουνού δεν άκουγε καμιά.

Καθημερινά μες τα κουτιά των γυάλινων ανθρώπων, γίνονταν μάχη φοβερή. Οι Αμνήμονες κοκορομαχούσαν, έχοντας απέναντι, τους Μνήμονες, να τους κοιτούν ειρωνικά και τους Δανειστές να τρίβουν τα χέρια τους για την επιτυχία του σχεδίου.

Τα όπλα των δανειστών συνέχισαν να δουλεύουν και ήταν καλά. Τα είχαμε φτιάξει εμείς.

Το σχέδιο πέτυχε. Ήταν καλοσχεδιασμένο. Δεν είχε το ελάχιστο ποσοστό αποτυχίας. Πήραμε τελικά τον κόσμο που μας άξιζε, έναν κόσμο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μας, έναν κόσμο νεκρό χωρίς ζωή. Έναν κόσμο εικονικό που εναλλάσσετε το μηδέν με το ένα. Η ύπαρξη με την μη ύπαρξη. Τον κόσμο των ονείρων μας.

Τώρα καλωδιωμένοι στους καναπέδες μας:

Ας περιμένουμε κάποιον να μας φέρει το κόκκινο χαπάκι μήπως και ξαναβρούμε την μνήμη μας που χάσαμε.