Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Πολιτική και κοινωνική γείωση του ελληνικού αριστερού κινήματος

Του Ανέστη Ταρπάγκου


Για δεύτερη, ιστορικά, φορά έπειτα από εβδομήντα χρόνια η ελληνική Αριστερά βρίσκεται μπροστά σε μια ευρύτατων διαστάσεων πρόκληση: Όπως και στην περίοδο του ΕΑΜικού κινήματος, έτσι και σήμερα, καλείται να απαντήσει με όρους ενωτικούς, αποτελεσματικούς και ρηξικέλευθους στο ζήτημα της κοινωνικής ανάταξης του κόσμου της εργασίας, έπειτα από μια καθολική καταστροφή που έχει επιφέρει η πολιτική των Μνημονίων στο έδαφος του ολέθρου που έχει προκαλέσει η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Η απονομιμοποίηση της αστικής πολιτικής, συντηρητικής και σοσιαλδημοκρατικής, ξεπερνάει κάθε ιστορικό προηγούμενο, η στροφή των εργαζομένων, των ανέργων, της νεολαίας προς τα αριστερά είναι καταφανής, το έργο που καλείται να επιτελέσει από το πεδίο της κατάκτησης της πολιτικής διακυβέρνησης είναι τιτάνιο, εφόσον αφορά την εκ βάθρων αναγέννηση της παραγωγής, των δικαιωμάτων, της διοικητικής οργάνωσης, των λαϊκών προσδοκιών κ.λπ.

Εντούτοις, το αριστερό κίνημα (από την Αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας μέχρι την Άκρα Αριστερά) εμφανίζεται πολυδιασπασμένο, εκπέμπει σε διαφορετικά μήκη κύματος, διέπεται από μια ανισομέρεια στην κατανομή της πολιτικής επιρροής των συνιστωσών του, συνοδεύεται από μια ισχυρή εξασθένιση του κοινωνικού συνδικαλιστικού κινήματος, γεγονότα που θέτουν σε πρώτη προτεραιότητα επαναπροσδιορισμούς αναγκαίους για μια γόνιμη προοπτική, που αφήνει πίσω της τα τραγούδια των σειρήνων της Κεντροαριστεράς. Έτσι, πρωταρχικό ζήτημα που τίθεται είναι το γεγονός ότι σε δύο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις (Ιουνίου 2012 και Μαΐου 2014) ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε και απογειώθηκε εκλογικά, κατακτώντας μια σταθερή πρωτοκαθεδρία, ενώ η επιρροή των κομμουνιστικών αριστερών σχηματισμών (ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είδαν τις δυνάμεις τους να μειώνονται σχεδόν στο μισό της προηγούμενης εμβέλειάς τους.

Τι σηματοδοτεί αυτό το γεγονός τη στιγμή που η τετραετής πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού επέφερε το οικονομικό ολοκαύτωμα των λαϊκών τάξεων και γενίκευσε την κοινωνική εξαθλίωση, τη στιγμή που πραγματοποιήθηκαν τεκτονικές μετατοπίσεις στις πολιτικές εκπροσωπήσεις, προς τα αριστερά, αλλά και προς το νεοναζιστικό ρεύμα; Γιατί δεν μπόρεσαν ένα ιστορικό κομμουνιστικό κόμμα και μια επαναστατική αντικαπιταλιστική συμμαχία να διευρύνουν και αυτά την επιρροή τους μέσα στην καρδιά της καπιταλιστικής κρίσης, έτσι ώστε, να μπορούν να διαδραματίσουν έναν πιο ουσιαστικό ρόλο και να έχουν μια θετικότερη συμβολή στη λαϊκή συμπαράταξη των αριστερών δυνάμεων; Εκείνο ακριβώς που βρίσκεται στην αφετηρία αυτής της αντίφασης εντοπίζεται στο γεγονός ότι η ριζοσπαστική Αριστερά πολιτεύτηκε με όρους υλικής πολιτικής γείωσης στη συγκυρία, επικεντρωνόμενη στην αντιπαλότητα στη μνημονιακή πολιτική, προβάλλοντας μια ενωτική αριστερή απεύθυνση και αναδεικνύοντας τους όρους μιας πλουραλιστικής αριστερής διακυβέρνησης.

Απεναντίας, τόσο το ΚΚΕ όσο και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρ' όλες τις ριζοσπαστικές πολιτικές τους αναφορές περί «κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων» και «αντικαπιταλιστικής ρήξης και ανατροπής», κινήθηκαν με όρους πολιτικής «φαντασιακής» απογείωσης, τοποθετώντας δυστυχώς το κάρο μπροστά από το άλογο. Για το μεν πρώτο, οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή, βελτιωτικού, μεταρρυθμιστικού ή ριζοσπαστικού χαρακτήρα, ερχόταν μετά την κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος και την κυριαρχία των μονοπωλίων, δηλαδή μετατόπιζε την προοπτική του αριστερού κινήματος στο «υπερπέραν», τοποθετώντας τη στρατηγική στο επίπεδο της τακτικής και άρα προωθώντας ουσιαστικά μια μονοδιάστατη «ιδεολογική ζύμωση» και όχι μια υλική και συγκεκριμένη πολιτική παρέμβαση. Για τη δε δεύτερη, οποιαδήποτε διαφοροποίηση των πραγμάτων προϋπέθετε τη ρήξη με τη ζώνη του ευρώ και την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή με την πρόταξη ενός στρατηγικού στόχου (σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που άλλωστε είναι και στρατηγικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ) στη θέση μιας τακτικής που απουσίαζε.

Επόμενο είναι έτσι οι λαϊκές δυνάμεις, που επιλέγουν πολιτικά με βάση τα υλικά και απτά διακυβεύματα της συγκυρίας, να προσανατολίζονται στη ριζοσπαστική Αριστερά, ενώ οι σχηματισμοί που λειτουργούσαν με όρους «φαντασιακής» απογείωσης να συναντούν την αποδοκιμασία και την άκρως περιοριστική επιρροή. Κι αυτό μάλιστα τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ στερούνταν πλατιών κοινωνικών, εργατικών, συνδικαλιστικών ερεισμάτων, ενώ το ΚΚΕ ήταν υποτίθεται πολύ καλύτερα τοποθετημένο από την άποψη της ταξικής γείωσης στην εργατική τάξη. Στην περίπτωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η απουσία ευρείας κοινωνικής γείωσης καλύφθηκε με την ισχυρή πολιτική της γείωση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι επείγουσας ανάγκης και η εργατική λαϊκή της αγκύρωση. Άλλωστε, μια τέτοια μορφή γειωμένης σε όλους τους κοινωνικούς χώρους υπόστασης του ΣΥΡΙΖΑ, και η κινηματική τους τροφοδότηση, είναι όρος για την εκ νέου «εκτίναξη» της εκλογικής του επιρροής, όσο και ως αντίβαρο και εγγύηση για τη διατήρηση της ριζοσπαστικής πορείας του πλεύσης στο πεδίο άσκησης της διακυβέρνησης.

Κατά συνέπεια, η πολιτική γείωση των προσανατολισμών και πρακτικών του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι που μπορεί να αναδείξει δρόμους διεύρυνσης της επιρροής τους και σύγκλισης με τις αριστερές ριζοσπαστικές δυνάμεις και άρα γόνιμης συμβολής τους στην υπόθεση της ελληνικής Αριστεράς και υπηρέτησης των ταξικών συμφερόντων του εργατικού λαϊκού κινήματος. Η «επαναστατική» πολιτική και η επικέντρωση στους «κομμουνιστικούς» στόχους δεν υλοποιούνται στη συγκυρία της ταξικής διαπάλης με την «εκφώνησή» τους, εκτός των επίδικων ζητημάτων και των ταξικών αντιθέσεων, αλλά απεναντίας «εισδύουν» στα πεδία των κοινωνικών συγκρούσεων με υλικούς όρους, διασφαλίζουν συμμαχίες (έναντι του ιδιότυπου απομονωτισμού της «καθαρότητας»), διαμορφώνουν τους συσχετισμούς για ριζοσπαστικότερες, αντικαπιταλιστικές κατευθύνσεις στην αντιμετώπιση και προαγωγή των οξύτατων λαϊκών προβλημάτων. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα...

Από την ΑΥΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου