Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Τζιτζίκια και κουνέλια*

Του Θάνου Αθανασιάδη


Φοβάσαι και δουλεύεις σαν το σκλάβο, με όσα και να 'ναι, για όσα κι αν σου δώσουν, χωρίς αργία, χωρίς ρεπώ, χωρίς ασφάλεια, χωρίς προοπτική σύνταξης και αξιοπρεπών γηρατειών.

Φοβάσαι τους δυνατούς, τους πλούσιους, τους ελάχιστους που σε κουμαντάρουν μέσα από την τηλεόραση.

Φοβάσαι και κάνεις πίσω για πέντε μήνες μεροκάματο, μέσα στο κατακαλόκαιρο, χωρίς να σκεφτείς ότι κάποιος είχε αυτή τη θέση, κάποιος χρειαζόταν να κάνει αυτή τη δουλειά που κάνεις εσύ τώρα, αλλά είναι απολυμένος, σε διαθεσιμότητα, σε αργία, σε κανά κλαρί κρεμασμένος.

Φοβάσαι και κοιμάσαι και πετάγεσαι πιο τρομαγμένος από τους εφιάλτες σου ότι σκοτώνεσαι σε κάποιο χαράκωμα, χωρίς όπλο, χωρίς πυρομαχικά, χωρίς αξιωματικό, πουλημένος από αυτούς που σε στείλαν σε σίγουρο θάνατο.

Φοβάσαι και γκρινιάζεις σιωπηλά, ψιθυριστά, κοιτάς τη δουλίτσα σου και αφήνεις τους άλλους να κάνουν ό,τι γίνεται, αν γίνεται κάτι.
Και δεν υπάρχει κανείς, και δε γίνεται τίποτε.

Φοβάσαι, επειδή ξέρεις ότι δεν είσαι ήρωας, δε γεννήθηκες ήρωας, ούτε θα γίνεις ήρωας, επειδή έκατσε η στραβή τώρα.

Φοβάσαι, επειδή βλέπεις ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια σου ότι δεν υπήρχε ποτέ ελπίδα, ότι πάντοτε μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ότι απλά έτυχε κι έγινε τώρα, ότι πάντοτε θα μπορεί να συμβεί το ίδιο, ότι είσαι χαμένος από χέρι.

Ξέρεις κάτι; Έχεις δίκιο.

Καλά κάνεις και φοβάσαι.
Όσο σε αφήνουν, λιάζεσαι.
Αλλά, όταν σε συμπιέζουν, πατικώνεσαι.
Όσο σε λιώνουν, συνθλίβεσαι.
Βλέπεις αίμα και λιγοθυμάς.
Και ξεχνάς εύκολα, ρε ανθρωπάκο.
Πολύ μούσι και μαγκιά και "ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;" στην παραλιακή, αλλά, κατά τα λοιπά, τζούφιος ήσουν και είσαι.

Και μόνο με κόλπο ξαναμπαίνεις στο παιχνίδι.
Αλλά τι κόλπο να σκεφτείς, βρε τενεκέ;
Με τι μυαλό;
Με τι δυνατότητα;
Με τι εμπιστοσύνη;

Ξέρεις, λένε ότι του Χίτλερ η τρέλα από κάτι δουλάκια σαν κι εσένα ξεσπάθωσε. Έβλεπε ο ζουμπάς ότι ψαρώνατε και είπε να σας σβήσει από το χάρτη.
Και παραλίγο να του πιάσει κιόλας, εδώ είναι η πλάκα.
Ίδια φάρα σε λιώνει και τώρα, μόνο που τα ντόπια αποβράσματα είναι πιο λάιτ.
Αλλά συ συνεχίζεις να φοβάσαι ότι θα σε σφάξουν σαν κουνέλι.

Και κάνεις πίσω.

Για να δούμε όμως, κουνελάκι, τι κόλπο θα πιάσει για να γίνει η δουλίτσα σου, χωρίς αίματα κι ηρωισμούς, συνεχίζοντας να παίρνεις το μισθουλάκο σου, χωρίς να δουλέψεις για να πετύχεις κάτι, χωρίς να κλείσεις την τηλεόραση, χωρίς να σηκωθείς από το καναπεδάκι, χωρίς να σε καταστρέψουν τα ταγάρια.
Να διατηρήσεις κι ένα επίπεδο, φυσικά.

Για να δούμε πώς σου φαίνεται αυτό το κόλπο που θα σου προτείνω παρακάτω:

Ψάξε για την εργατική τάξη, τα κορόιδα που θα σου κάνουν τη δουλειά, θα ξεχυθούν στους δρόμους, θα ορμήξουν στους δημίους σου και θα σε σώσουν, να τους ξαναβάλεις μετά στο μεροκάματο κι εσύ να κάαααθεσαι.
Πώς σου φαίνεται;

Ουπς! Συγγνώμη, κουνελάκι, δε νομίζω ότι υπάρχει εργατική τάξη πλέον.

Ξέρεις, μωρέ, τι έγινε; όταν βολευόσουν με τους αλβανούς στην αρχή και τα πάκια στη συνέχεια, όταν τους έβαζες στην οικοδομή μαύρους και ανασφάλιστους και μετά τους φούνταρες στο πατρίντα, βρέθηκαν κάτι ξύπνιοι και είπαν να τους ελληνοποιήσουν, να τους ασφαλίσουν υποχρεωτικά και να τους κάνουν τυφλά υπάκουους ψηφοφόρους του πολιτικού αφεντικού τους.

Τώρα ο πιο ακλόνητος γενίτσαρος του γκαλιούρη είναι το αλμπανό που κορόιδευες.
Ψηφίζει κι έχει και ταυτότητα και έχει βγάλει όλο το χρήμα στο Αλμπάνια.
Είκοσι χρόνια είναι πολλά, βλέπεις.
Πάει αυτό το κόλπο, κρίμα.

Και μη μου πεις ότι τόσον καιρό δεν είχες απορήσει καθόλου πού πήγαν οι ηλίθιοι τα κουμούνια, να σε σώσουν και να νταγλαριάσεις για άλλη μια εικοσαετία, δε θα σε πιστέψω!

Να πού πήγανε, πονηρούλη χωριάταρε, γίνανε εργολάβοι! Και οι εργολάβοι δεν είναι γι α επαναστάσεις κι αίματα, είναι κολλητοί του αφεντικού.

Άλλο κόλπο τότε, και συγγνώμη που σου έφαγα το χρόνο με τα κουμούνια, αυτά πάντοτε άχρηστα ήταν, τι να λέει τώρα.

Να στραφείς στους πρασινοφρουρούς τους κολλητούς σου, να διώξετε το Βαγγέλα το χοντρό και να γυρίσετε πίσω το μάγκα τον... έλα ρε πώς τονέ λένε, τον έτσι, αυτόν που μπορούσε τότε, που έσωσε κοσμάκη, ρε, που διόρισε αβέρτα κουβέρτα και με καλά λεφτά, ρε, έλα ρε πώς τονέ λένε, Α!!! τον Άκη! Ναι, τον Άκη, που έχασε για το τίποτε την αρχηγία από το μαλάκα τον καράφλα, ρε!!
Αυτός μπορεί να σώσει τη φάση, μαζί με το χοντρό που τα τρώγατε όλοι μαζί, 'ντάξ' κείνος λίγο πιο πολλά, συ λίγο πιο λίγα, αλλά κείνος ο χοντρός ήταν τσαούσης ένα πράμα και ήξερε να τη σώζει τη φάση, ε; Να χωθεί και ο λουμπινέρδος και η Αννούλα η κόφα και να ξαναματαγίνει ωραία η φάση!

Αλλά κι αυτά τα ζούδια έχουν πάει κι έχουν χωθεί στη στενή, στη φαρδιά, τη φαιδρή, τη μαύρη, στους κολλημένους. Μόνον την πάρτη τους κοιτάνε, κι εσένα, κουνελάκι, δε σε βοηθάνε. Δηλαδή, ειδικά ο Άκης, θα σε βόηθαγε να το ψιλοσώσεις, ειδικά με μια απονομή χάριτος από το γιδοβοσκό, αλλά, μπα, πού τέτοια ελπίδα, αφού αυτός υπογράφει και στον ύπνο του, ό,τι του δώσουν.

Και μετά θα μοιραζόσασταν τα μερτικά από τα μαύρα τα μισοβουλιαγμένα και θα ερχόταν πάλι η ωραία φάση και θα σας έβλεπε ο δίκαιος ο νοητός να λιάααζεστε με τη Τζένυ να κερνάει ποτά στην πισίνα και τον Πέτρο να γαμάει τις γυναίκες σας με λάιφστάιλ τρόπο (όχι σαν τον άπλυτο λεχρίτη που πήδηξε μόνον τις μισές, κι αυτό όσο το' παιζε κουμούνι, τώρα δεν του κάνει πια κούκου και κλέβει τα μπλε από τις τσέπες του κουνέλη).

Αλλά πού, σιγά, δεν πιάνει αυτό το κόλπο, επειδή κι αυτά τα παιδιά είναι μέρος του κόλπου και ξυπνήσαν κι οι χωριάτες και δεν υπάρχουν και τα κουμούνια να κάνουν ζάφτι τους ηλίθιους και μετά να κάααααθεσαι.
Πάλι συγγνώμη, πάλι λάθος.

Τι έμεινε;
Ξέρω 'γω;
Οι δεξιοί, να πούμε;
Οι καλοί, οι κολλητοί του σιωπηλού πακμανάκια.
Οι άλλοι, οι καρακεντρώοι της ντορίτως και του μπαμπά της και του γιου της κι όλου της του σογιού, ένα πράμα.
Αλλά διάβασε τι λέει, περιχαρής που ψοφάς σαν το σκουλήκι που είσαι.
Για διάβασε, ντε.
Μη φοβάσαι, δεν πειράζει στα μάτια, έχεις άλλο πράμα να σε τυφλώσει.

Λοιπόν, μάλλον κόλπο για την επιστροφή δεν υπάρχει.
Τι υπάρχει;

Η πολύ καλή προοπτική να ψοφήσεις και να μας αφήσεις ήσυχους.
Να ψοφήσουμε κι εμείς και να πάει το μαγαζί να γίνει και πάλι δυτική επαρχία της νέας μεγάλης του οθωμανικού αυτοκρατορίας.
Ή να έρθουν τα παιδιά με τα σανδάλια και τις άσπρες κάλτσες να σου τη λένε με ράους και γρήγορα.

Μια χαρά σερβιτόρα σε κόβω, θα έχεις κι αυτό το βλαμμένο δουλοπρεπές ύφος και θα σε χαζεύουν τα καλά παιδιά με τις κουκούλες και θα λένε "κοίτα ένα μαλάκα που φοβόμανε να τον ξεκάνω από πιο πριν".

Αλλά!!! Υπάρχει και αλλά.

Αλλά παίζει και να 'χεις θυμώσει που την ακούς τώρα από τον κάθε ξενέρα - αυτός είμαι εγώ, εσύ είσαι σπουδαίος.

Αλλά παίζει και να στύβεις το ελάχιστο εναπομείναν μη αποβλακωμένο μυαλουδάκι σου - που νόμιζες ότι προέρχεται απευθείας από τους αρχαίους ημών προγόνους - να προσπαθείς να σκεφτείς πώς θα καταφέρεις να αποτινάξεις το κάθε ρεμάλι που σου τρώει το σκώτι το βράδυ, περιμένει να έχει θρέψει ως το πρωί, για να στο ξαναφάει.

Αλλά παίζει να βαρέθηκες να κάαααθεσαι και να ψοφάς αργά και μελετημένα και να σε δουλεύει ο κάθε Άδωνις και Αdώνης και να στη λέω κι εγώ που βράζω λίγο πολύ στο ίδιο καζάνι.

Αν αποφάσισες ή το ψήνεις να παίζει και ένα από τα παραπάνω, άκου τι προτείνω, πέραν της πλάκας που σου κάνω, επειδή το τραβάει ο οργανισμός σου, χαζούλη:

Μάλλον έχεις καταλάβει ότι τέτοιο ψοφίμι που είσαι, δεν είναι δυνατόν να κάνεις και πολλά. Κοίτα όμως που μπορείς να κάνεις ένα: να φορτώσεις τους δικαστές με το βάρος της ευθύνης τους.

Κατοστάρικο το παράβολο της μήνυσης;
Μαζέψου με άλλους ενενήντα εννιά και κάντε μία.
Δε θέλει και πολλή σκέψη, ένα ευρώ θέλει και εκατό νοματαίους αστέρια, σαν και του λόγου σου.
Πάτε κι οι εκατό να την καταθέσετε.
Όχι πολλά λόγια, όχι δικηγόρους και ιστορίες, απλά πράματα, καθημερινά.
Εκατό να λένε ότι δεν πάει άλλο και να το ερευνήσει ο κυρ - Εισαγγελέας και να το πάει στο δικαστή να το δικάσει.
Τι νομίζεις ότι είναι που σε σκοτώνει;
Ποιος νομίζεις ότι κάνει τη σκάτζα;
Ποιος σου φταίει;

Και μη γράψεις κατά του υπαλληλάκου, γράψε κατά της υπουργάρας που σε δουλεύει.

Γράψε ό,τι θες, ό,τι ακούς ότι γίνεται και νομίζεις ότι είναι μάλλον παράλογο να ισχύει, αλλά να που ισχύει.

Στο αμέρικα με τις ιμπεριάλες που πίνουν το αίμα των λαών υπάρχει μια έκφραση (έλα μπρε, το λόουερ το πήρες, έστω το αντβάνστ, ε; Γκούγκλαρέ το εν ανάγκη!)
Λέγεται urban myth.
Αυτό είναι ένα πολύ παράξενο πράμα, έχει και δόντια και ποδάρια και κεραίες, αλλά συνοψίζεται στο εξής:
Πολλοί άνθρωποι ξέρουν το κατιτίς τους ο καθένας, αλλά κανένας δεν αντιλαμβάνεται και δεν μοιράζεται τη μεγάλη εικόνα με τους διπλανούς του, ώστε να γίνει αυτή κατανοητή, τζιμάνι μου - και μην περιμένεις την μεγκαλοτρεμουλιάρα να στη συνθέσει.

Ξέρει, για παράδειγμα ένας ότι τα παίρνει ο τάδε, ένας άλλος ξέρει ότι αυτός ο τάδε είναι κολλητός κουμπαρομπατζανάκης με το δείνα, ένας τρίτος ξέρει ότι μια μέρα οι δύο αυτοί πήγαν ένα ταξίδι σε μεγάλη πόρτα και γύρισαν με σακούλες γεμάτες σκατά, συγγνώμη, λεφτά.

Ε, ωραία, και πού τα βρήκαν δηλαδή;
Και γιατί, ενώ πριν έσκουζαν κατά του βάρβαρου ιμπεριαλιστικού καπιταληστρικού καραβρώμικου κατεστημένου, σήμερα το βουλώνουν;

Έχεις το χαφιέ, κατάλαβες;
Έχεις τον πουλημένο!
Έχεις το τομάρι που στην παίζει πισώπλατα τη μπαλωθιά.

Αλλά είσαι χέστης και δε λες τίποτε και δεν το μαθαίνει και ο παραδίπλα και δε συμβαίνει τίποτε, δεν τρέχει κάστανο, δε μαθεύεται από κανέναν, δεν γίνεται ρόμπα κανείς.

Ε, για κάνε καμιά κουβεντούλα.
Για πες το μυστικό, το κρυμμένο στης καρδιάς τα βάθη.
Για άνοιξε το στοματάκι, να φανεί το τελευταίο χρυσό δοντάκι, που το 'χες καμάρι από τότε που άκουσες τη Λουντμίλα να σε λέει "κιμπάρο άντρο".

Και για πάαινε στου κυρ Εισαγγελέα, μαζί με άλλους 99, να δεις τα μπαλόνια να πετούν.

Κάντο αυτό εκατό φορές να γεμίσει χαρτούρα το μαγαζί. Όλα, με ονόματα, με φάσεις, με καταστάσεις, με συγγενολόγια, με κρυφές ύπουλες συναντήσεις, με λαμογιές, τα πάντα όλα.

Από πάνω μια γραμμή:
Αναφορά προς τον κύριο Εισαγγελέα

Από κάτω εκατό ονόματα.

Παρακάτω τα μυστικά, ταιριασμένα, όσο γίνεται.

Κι από κάτω, μια αθώα κουβέντα:
"Εμείς δεν ξέρουμε κυρ Εισαγγελέα, αλλά εσείς, που είστε μεγάλος και σπουδαγμένος, δεν το κοιτάτε; Λίγο παράξενο κάνει".

Ούτε "σκίστους, σφάχτους, λιάνισέ τους, ούτε στόμφους και εκφράσεις βλακώδους μεγαλοπιασίματος περί το δράμα σας.
Απλά πράγματα, όπως τα ξέρετε σεις οι εκατό.

Μην περιμένεις να γίνει κάτι αμέσως.
Χρόνο όμως έχεις, φαΐ και λεφτά δεν έχεις.
Χρόνο που δεν χρησιμοποιείς, όσο περιμένεις να σωθείς από τον από μηχανής Θεό.

Αλλά η πληροφορία έχει αξία.
Πολλές φορές, εκεί που δε σου πάει ο νους εσένα, του πάει τ' αλλουνού.
Κι όταν φτάσει στ' αυτιά του δικαστή, ίσως αλλάξει το πράμα.

Και να σου πω και κάτι; Αν το γκρινιάζει ένας και άκυρος, γίνεται γραφικός και συνομωσιολόγος και παλαβιάρης και όλα τα καλά.

Αν το πεις εσύ και οι φίλοι σου οι χαμένοι, οι νοικοκυραίοι, αλλιώς ακούγεται, έχει πιο πολύ βάρος - κάτι σου κρέμεται, μη νομίζεις, αλλά έτσι είναι.
Είσαι .... σεβαστός βλαξ, κατάλαβες;

Αλλά μιλώντας για τους δικαστές και την - και καλά - επιφυλακτικότητά σου προς την περιπτωσή τους, μη νομίζεις ότι όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, και προπάντων μη νομίζεις ότι εκείνη, η λεγόμενη Τρίτη Εξουσία, είναι και πολύ ευχαριστημένη με όσα κάνει η ηγεσία της, ή της αρέσει να καταπίνει με τα κοτσάνια όσα της επιβάλλουν τα τομαράκια, οι πολιτίσιανς.

Εμείς που τελειώσαμε τη Νομικήν, δεν πολυγουστάρουμε το δούλεμα, άλλο αν δε μας δίνεται η ευκαιρία να το αποδείξουμε πάντοτε, θέλουμε και τη βοήθεια του κοινού.

Κουβεντούλα και μηνυσούλα, τι λες;

Δες το κι αλλιώς, τι έχεις να χάσεις;

Δες το και παραλλιώς, πώς θα πάρεις το αίμα σου πίσω;

Και σόρρυ για το απρεπές λεξιλόγιο, ε;
Αλλά πού ν' μάθεις τι μου είπε ένας φίλος για πάρτη σου.
Κοκκινίζω και που τα σκέφτομαι.
Οπότε πάλι λίγα άκουσες.

Άντε, βρε, τα λέμε!
Στο νεκροταφείο ή στα δικαστήρια.

Από το Manc Nirvana

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου