Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

ΔΥΣΔΙΑΚΡΙΤΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Του Κοσμά Ηλιάδη


Εκεί πάνω στο βορρά, όπου πολλά σκοτάδια, ο ήλιος βγαίνει σπάνια, βραδιάζει νωρίς, αργεί πολύ μα πάρα πολύ να ξημερώσει, το κρύο υγρό και τσουχτερό, οι άνθρωποι λίγο - λίγο πήραν κάτι από το κλίμα της πατρίδας, γίνανε σκοτεινοί. Φτιάξανε κάτι μύθους Νομπελούγκεν θαρρώ, θρύλους, παραδόσεις, για ένα πλοίο φάντασμα, κατασκευασμένο από τα νύχια των νεκρών.

Πού εδώ, μακριά από μας τέτοιες σκοτεινές φαντασιοπληξίες, τόπος φωτεινός, άνθρωποι γελαστοί, απελευθερωμένοι από τέτοιες δεισιδαιμονίες. Σε κείνη τη σκοτεινή, για πολλούς άγνωστη χώρα, αγεωγράφητη θαρρείς, οι γιατροί είχαν ειδικότητες διακριτές, οδοντίατρος, παθολόγος, γυναικολόγος, ψυχίατρος. Κάποιες χωρίζονταν σε υποειδικότητες, νευροχειρούργος, καρδιοχειρούργος. Για τους κατοίκους αυτό ήταν καλό. Πήγαινε ο γονιός το παιδί του σε παιδίατρο, όχι σε ορθοπεδικό ή νευροχειρούργο. Σε άλλες εργασιακές σφαίρες τα πράγματα ήταν μάλλον δύσκολα, ως μπερδεμένα. Για τους κατοίκους αυτό ήταν κακό. Όπως με τους δικηγόρους, οι μπασμένοι στα πράγματα, αυτοί που συνήθως χτυπούσαν κάρτα στα δικαστήρια, ήξεραν, πήγαιναν ανάλογα με το πρόβλημά τους, σε ποινικολόγο, γραμματιολόγο, διαζυγιολόγο. Είναι αυτοί είναι που δίνουνε δουλειά σε δικηγόρους, συμβολαιογράφους, κλητήρες. Οι απλοί καθημερινοί, που δεν γνώριζαν τέτοιες λεπτομέρειες, πήγαιναν στον πρώτο δικηγόρο, φίλο ή γνωστό. Ο δεύτερος, αν ήταν φιλότιμος, ο δε πελάτης άλλης ειδικότητας από τη δική του, τον έστελνε σε άλλο γνωστό του δικηγόρο, κατάλληλο για την περίσταση, με το αζημίωτο. Αν τον έσφιγγαν οι αναδουλειές, αναλάβαινε την υπόθεση, μετά φόβου, και ότι βρέξει ας κατεβάσει. Μπορούσε άνετα στο κεφάλι του κασίδη να μάθαινε να κουρεύει. Όπως κάνουν οι πολιτισμένοι ευρωπαίοι, στα κεφάλια των φτωχοδιάβολων ελλήνων.

Μια άλλη κατηγορία εργαζομένων, η οποία δεν είχε καθαρές διαχωριστικές γραμμές ειδικοτήτων, ήταν των ιερωμένων. Σχεδόν όλοι, κάνανε σχεδόν όλες τις ιερατικές εργασίες. Κάποιοι όμως, ίσως λίγοι, κατόρθωναν να κατοχυρώσουν το στίγμα τους, ως εξαιρετικά ειδικευθέντες σε κάποιο τομέα. Υπήρχαν ονομαστοί στα εγκαίνια πολιτικών γραφείων, στη βάφτιση πλοίων, αεροπλάνων, εργοστασίων. Για ποιμνιοστάσια ή βουστάσια δεν ξέρω, μπορεί να μην υπέπεσαν στην αντίληψη μου. Ένας, αναδείχτηκε άσος στον αγιασμό αυτοκινήτων. Ο Βαν Άλεν Φούχτεν, ο επονομαζόμενος απλοχέρης. Όχι γιατί άπλωνε το χέρι του στο βιός των άλλων, ή ακόμα χειρότερα στις γυναίκες τους, αλλά επειδή άπλωνε το χέρι του, αγίαζε με μία προσπάθεια, δυο τρία ως και πέντε αυτοκίνητα. Για να μπορεί να εξυπηρετεί την τεράστια ζήτηση. Τα αγίαζε ομαδικά, πληρωνόταν όμως ατομικά. Κάτι σαν ομαδικούς τάφους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, Άουσβιτς, Μπίρκενάου, Νταχάου, Μπουχενβαλντ, Μαουτχάουζεν, Σόμπιμπερ, Τρεμπλίνκα, Σαξενχάουζεν, Μαϊντάνεκ, Φλόσεμπεργκ, Ράβενσπρικ, Μπέλζεκ, Κέλμνο, Μάλι Τρόστενετς, έξι εκατομμύρια νεκροί εβραίοι, τρία εκατομμύρια Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου νεκροί. Ή σαν ομαδικές εκτελέσεις, Καλάβρυτα, Καισαριανή, Δίστομο, Δράκεια, Παραμυθιά, Χορτιάτη, Λαχανά. Τριάντα χιλιάδες εκτελεσθέντες, πεντακόσιες είκοσι χιλιάδες οι νεκροί. Ήταν φορές που περίμεναν στο δρόμο, έξω από την κατοικία του, πενήντα ως εκατό αυτοκίνητα, να αγιαστούν από τα θαυματουργά χέρια του. Σ’ εκείνη τη σκοτεινή χώρα, των ψυχρών ανθρώπων, μεταβήκανε από τις δοξασίες για πλοία κατασκευασμένα από νύχια πεθαμένων, σε ομαδικούς αγιασμούς αυτοκινήτων. Αυτό, αν είναι πρόοδος ή σκοταδισμός, εμένα δε μου πέφτει λόγος. Κάθε λαός φοράει το κουστούμι που του ταιριάζει. Εδώ, αυτό της πτώχευσης πολύ θα μας πήγαινε, λένε πολλοί. Η επίσημη εκκλησία δεν πήρε θέση. Άσε τον κόσμο να πιστεύει, να προσέρχεται στους ιερωμένους και στις εκκλησίες, θα σκέφτηκαν οι άρχοντες της. Έτσι θα ήταν, αλλιώς δεν εξηγείται το φαινόμενο να ακούς τους Beatles, από τα μεγάφωνα της εκκλησίας. Τότε δημιουργήθηκαν συγκροτήματα Πάπα – ροκ, που το ένα ανταγωνίζονταν το άλλο.

Ανάμεσα στους πιστούς ήταν ο Φριτς Ες Τεμπελχάαγκεν, γιος βιομηχάνου. Πήγε την αμαξάρα του, που είχε μια γαϊδουρομηχανή άμα τι γαϊδουρομηχανή, έβγαζε πεντακόσια άλογα. Πήρε την ευλογία του ιερέα, μαζί με άλλα τέσσερα αυτοκίνητα. Ξεκίνησε, με χαμηλή ταχύτητα, να περιοδεύει τα στενά της πόλης, για να τον δουν τα κορίτσια. Στη χαμηλή ταχύτητα, τα άλογα βογκούσανε, ουρλιάζανε, χλιμιντρίζανε; Δεν ξέρω, αυτό που ξέρω, ζητούσαν πολύ αέρα, να τρέξουνε, τόσα άλογα στριμωγμένα στη μηχανή. Πέρασε στους δρόμους με τα μπαρ να τον δουν τα καλά κορίτσια, πέρασε τους άλλους δρόμους, με σπίτια που τα φωτάκια τους ανάβουν μέρα νύχτα, να τον δουν τα άλλα κορίτσια. Τα άλογα κλωτσούσαν ασταμάτητα, θέλανε να τρέξουν. Βγαίνοντας από έναν παλιόδρομο, για να πατήσει τα γκάζια του στην Εθνική, δοκίμασε να περάσει ανάμεσα από δυο ζευγάρια κολώνες, για να κόψει δρόμο. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές του, τα άλογα δεν τον υπάκουσαν, είχαν αφηνιάσει, κάρφωσαν το όχημα στις κολώνες. Διαλύθηκε το αυτοκίνητο, μπήκε στο νοσοκομείο, κάταγμα στο αριστερό πόδι, μώλωπες στο πρόσωπο, μάλλον φτηνά τη γλίτωσε. Μετά τρεις μέρες, πήγε, τον πήγαν στο σημείο του ατυχήματος. Ο δρόμος ήταν φραγμένος με πασσάλους μπηγμένους στη γη. Δε θα μπορούσε πλέον να περάσει από εκεί με το αυτοκίνητό του. Αναγκάστηκε να περπατήσει με τις πατερίτσες, κάπου δέκα βήματα. Πέρασε ανάμεσα από τους πασσάλους, κοντοστάθηκε, σήκωσε το βλέμμα ψηλά, σαν να κοίταζε κάποια πετούμενα, περιστέρια ή χελιδόνια. Ύστερα κοίταξε στο χώμα, είδε υπολείμματα από θρύψαλα τριγύρω, στηριζόμενος στην αριστερή πατερίτσα, έδειχνε με τη δεξιά κάτι κόκκινα σημάδια στις κολώνες. Όπως δείχνουνε οι πλημμυροπαθείς τα σημάδια στους τοίχους των σπιτιών τους, από εδώ πέρασε το νερό. Τι νερό; Μανιασμένη θάλασσα, ως εδώ έφτασε. Κατακάθισε και μας άφησε την άμμο της. Κούνησε το κεφάλι ευχαριστημένος, επέστρεψε στο όχημα που τον έφερε ως εκεί. Απέδωσε τη σωτηρία του, στην αγιαστούρα του απλοχέρη.

Στη βόρεια εκείνη χώρα, που ζούνε ψυχροί άνθρωποι, η ασφαλιστική εταιρία αντικατέστησε το κατεστραμμένο αυτοκίνητο, με παρόμοιο καινούργιο. Ο Φριτς Ες, - ή Ες Ες δεν θυμάμαι καλά –Τεμπελχάαγκεν, όταν συνήλθε τελείως, πήγε στον ιερωμένο, του έδωσε είκοσι Ντοϊσλάνια, κάπου χίλιες πεντακόσιες δραχμές, τότε ο μισθός ήταν εννιακόσιες δραχμές, οι τιμές των διαμερισμάτων κυμαινόταν από ενενήντα ως εκατό δραχμές το τετραγωνικό μέτρο. Ζήτησε από τον ιερωμένο, να αγιάσει το όχημα μόνο του. Μια περιττή πληροφορία, που την παραθέτω για να παραγεμίσω κάπως αυτό το ισχνό κείμενο, το κοντέρ του αυτοκινήτου κατά την πρόσκρουση, έγραφε διακόσια πενήντα χιλιόμετρα, τα μισά άλογα δηλαδή.

Κοσμάς Ηλιάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου