Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΙΛΙ

Του Κοσμά Ηλιάδη


Ο Χαράμ Αλτσάχ Χαράμογλου γέρος πια, χορτάτος από αυτή τη ζωή, άνοιγε δρόμο για την άλλη, κατά πως διαδίδουν οι ευσεβείς. Ούτε τα επίσημα φάρμακα, ούτε τα γιατροσόφια, οι παρακλήσεις και οι εξορκισμοί, δεν ωφελούσαν πλέον. Ετοιμαζόταν για την Αχερουσία, ο περατάρης στο κουπί. Αρκεί να είχε το εισιτήριο, με λούπινα δεν έστεργε.

Σαράντα μέρες πάλευε, να μείνει να μη φύγει. Αν και οι κακές γλώσσες λένε, πως προσπαθούσε να φύγει λάθρα, μα ο περατάρης αρνιότανε. Για αυτό τον είχε εκεί σαράντα μέρες, μετέωρο, ούτε από δω ούτε από εκεί, στο κενό στον αέρα, σα μπαλόνι. Είδαν κι’ απόειδαν οι δικοί του, παράτησαν δουλειές και υποχρεώσεις, να βοηθήσουν τον άνθρωπό τους.

Φέρανε γιατρούς, φέρανε πρακτικούς, φέρανε φυσιοθεραπευτές, φέρανε μάγους και άλλους τσαρλατάνους, τίποτα. Μήτε από δω, μήτε από εκεί. Όλη τη μέρα ήταν σε λήθαργο, τη νύχτα όμως άρχιζε το πανηγύρι, σηκωνόταν σαν να μη συνέβαινε τίποτα, έδιωχνε τους ξένους αλλά και τους δικούς του.

- Τι μαζευτήκατε εδώ. Ήρθατε για να φάτε την περιουσία μου ε; Μα δε θα σας κάνω το χατίρι. Θα σας πεθάνω εγώ, έχω να θάψω κόσμο ακόμα. Εμπρός πάρτε δρόμο φύγετε, πριν πιάσω το στειλιάρι. Τασία, φώναζε τη γυναίκα του, τι γλυκά και καφέδες είναι πάλι; Άντε φτάνει, μάζεφτα και κλείσε κανένα φως, η ΔΕΗ θα πάθει μπλακ άουτ από τις σπατάλες σου.

Το πράγμα θα συνεχιζόταν ποιος ξέρει πόσο ακόμα. Πράγματι θα έθαβε πολύ κόσμο, και του κονδυλοφόρου πιθανώς μη εξαιρουμένου. Αν, αν δε ψιθύριζε η μαμή στο αυτί της Τασίας. Αυτό ήταν, το άλλο πρωί ως το βράδυ πήρε το βαθύ ύπνο του, δεν ξέρω πως αλλά ως φαίνεται του καλάρεσε και συνέχισε να κοιμάται, όλη τη νύχτα. Ο γιατρός που κλήθηκε βεβαίωσε το θάνατό του. Κηδεύτηκε κατά πως έζησε, κατά πως του ταίριαζε, με τιμές.

Το σούρουπο της επομένης κάποιος ειδοποίησε την Τασία, ότι η πρώην σύζυγός του νεκρού, ίσως η πρώτη, ίσως ή δεύτερη, χωρισμένη εδώ και τριάντα χρόνια, βρισκόταν έξω από το νεκροταφείο με το σύντροφο της. Ειδοποίησε κι’ αυτή με τη σειρά της την αστυνομία. Κόντευαν μεσάνυχτα, όταν ακούστηκε η φωνή του νεώτερου συντρόφου της, μέσα από το ανασκαμμένο μνήμα.

- Τι λίρες μου λες ρε Σούλα, αυτά είναι ψεύτικα, είναι εικοσάλεπτα

- Ψάξε καλά, κοίταξε και στις άλλε τσέπες. Μου το είπε καθαρά, μια σακούλα λίρες.

- Ποια σου το είπε, η μαμή;

- Όχι η κυρά Χάϊδω, είναι καφετζού μα και χαρτορίχτρα

Ακούστηκε θόρυβος, από μηχανές αυτοκινήτων.

- Αμαν, θα μας τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί, θα μας κλείσουν μέσα. Και εκεί, άντε να βρεις καφετζού ή χαρτορίχτρα, να σου πει πότε έχεις επισκεπτήριο, έμβασμα ή πότε καθαρίζεις.

- Είπε παραπονιάρικα ο άντρας.

Άναψαν προβολείς αυτοκινήτων, εμφανίστηκε ο αστυνόμος με τους βοηθούς του.

- Τι κάνετε ρε βρικόλακες τέτοια φθινοπωρινή νύχτα; Να πω ότι είστε αρχαιοκάπηλοι; Ο τάφος είναι φρέσκος! Όσο για σένα, μην υποτιμάς τα νομίσματα μας, ονομάζοντας τα ψεύτικα. Με τη δική σου θεωρία, με τα δικά σου τα νομίσματα, νόμισες, ότι είναι ψεύτικα, αλλά δεν είναι. Στο κάτω – κάτω, είμαστε ευρωπαίοι πλέον.

- Κύριε αστυνόμε, το Ισραήλ ανήκει στην Ευρώπη;

Ρώτησε ένας φρέσκος αστυφύλακας, της τελευταίας ή της προηγούμενης φουρνιάς, και ανάλογου «κονέ».

- Μα φυσικά όχι. Τόσο αγράμματος είσαι;

- Μα καλά τότε γιατί παίζει η ΜΑΚΑΜΠΙ στο Ευρωμπάσκετ; Κύριε αστυφύλαξ, με μπέρδεψες.

- Eίσαι εκτός θέματος. Εδώ έχουμε να ασχοληθούμε και να επιλύσουμε πολύ σοβαρότερα θέματα. Εσείς κυρία μου, πως από δω;

- Κύριε πόλισμαν, ήρθα να τον ασπασθώ για τελευταία φορά, τη μέρα δεν μπορούσα, καταλαβαίνετε!

- Πως, πως, καταλαβαίνω.

- Για να ξέρετε, ότι τον είχα μέσα στην καρδιά μου, και πάντα τον αγαπούσα, ορίστε κοιτάξτε την ταυτότητά μου. Δεν την άλλαξα τόσο καιρό, έχω ακόμα το συζυγικό μου επώνυμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου