Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΥΘΥΤΕΝΗΣ ΣΑΝ ΕΦΗΒΟΣ

Του Κοσμά Ηλιάδη


Το δεξί χέρι στην εξωτερική τσέπη του σακακιού, έσφιγγε τη λαβή του πριονωτού κουζινομάχαιρου, με τη δίστομη λάμα. Στην αριστερή ήταν διπλωμένο στα τέσσερα ένα χαρτί. Ήταν αποφασισμένος, έτοιμος για όλα, έτσι πίστευε.

Πλησίαζε στο Μαρακές, όπου ξόδευε συχνά πυκνά, ένα μέρος από το χρόνο του. Παραλιακό μαγαζί, πίσω από το Λευκό Πύργο. Εκεί συμφωνήθηκε η συνάντηση. Ο άλλος είχε προτείνει τη Βλάστη, ένα χορτοφαγικό κατάστημα, που λειτουργούσε και ως καφέ – ουζερί.

Πέρασαν πάνω από τριάντα χρόνια, σήμερα δεν υπάρχουν τέτοια μαγαζιά, γέμισε ο τόπος ταχυφαγεία. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες τους παροπλίστηκαν. Λίγοι, ελάχιστοι είχαν τη διορατικότητα και τις αντοχές, να αλλάξουν βιτρίνες, μαγείρους, στολές, χαμόγελα και πελατεία ενδεχομένως.

Την ίδια τύχη, αν και ήταν με διαφορετικό περιεχόμενο, ένα καφέ - μπαρ, είχε το Μαρακές.

Επέμενε να γίνει εκεί η συνάντηση, τις ηλιόλουστες μέρες, αγνάντευε απέναντι, στις κάτασπρες κορυφές του Ολύμπου. Ένα τσιγάρο δρόμος φάνταζε, εκεί ξεχνούσε και ξεχνιόταν, ή εκεί υπήρχε, εκεί ζούσε, εκεί ταξίδευε, όπως το πάρει ο καθείς.

Η ανυποχώρητη επιμονή του, έκαμψε τις αντιρρήσεις του άλλου. Είχε να τον δει, έστω και από μακριά, κοντά ένα χρόνο. Επαφές δεν είχαν.

Σιγοπερπατούσε, σαν άρρωστος, σαν μεθυσμένος ή άνθρωπος με κινητικά προβλήματα. Μέσα του όμως έβραζε έντονα, τόσα χρόνια πόνου, καταφρόνιας, αναμονής, ωρίμασε ο καιρός να λάβουν τέλος.

Αργά – αργά έφτασε ως την είσοδο, μπήκε μέσα στο κατάστημα, τον αντίκρισε, πάγωσε, κοκάλωσε, έμεινε εκεί, στήλη άλατος, ούτε μπρος ούτε πίσω, μήτε δεξιά μήτε αριστερά. Σαν ρομποτάκι που του τελείωσαν ξαφνικά οι μπαταρίες του, έμεινε εκεί, ακίνητος.

- Εσύ είσαι Λέων; Άκουσε την υπόκωφη, ασθματική φωνή του, έλα κάθισε.

- Ναι εγώ είμαι Λαυρέντη.

Απάντησε μηχανικά, λες και κάποιο διαβολικό χέρι, έβαλε στο ρομποτάκι, κάποια μισοπεθαμένη μπαταρία. Πάγωσε, γιατί έβλεπε μπροστά του ένα ανθρώπινο ερείπιο, ένα λιπόσαρκο πλάσμα, που λες και μόλις απελευθερώθηκε από το Νταχάου ή από κάποιο άλλο παρόμοιο φιλανθρωπικό ίδρυμα.

Ένας ανθρώπινος σκελετός, καλυμμένος με στραπατσαρισμένο, ξερό δέρμα, ένα διάφανο κρανίο. Που είναι τα κορακίσια κατσαρά μαλλιά, η λεβέντικη κορμοστασιά, το αετίσιο βλέμμα του; Τώρα, περισσότερο δραπέτης του κάτω κόσμου έμοιαζε, αν υπάρχει άλλος κόσμος, παρά άνθρωπος κανονικός. Πώς να μην παγώσει, πώς να μην ξεραθούν δια μιας οι μπαταρίες του;

Έκανε δυο δειλά βήματα, κοντοστάθηκε, σαν να μετάνιωσε, ήθελε να το βάλει στα πόδια, άλλα πλέον ήταν αργά. Αν…. αν τον είχε δει από έξω, αν δεν του είχε απευθύνει το λόγο, το πράγμα θα ήταν εύκολο, τώρα όμως δεν μπορούσε, ο κύβος ερρίφθη. Όφειλε να πάρει το ζάρι στο χέρι του, να ρίξει και αυτός.

Έφτασε στο τραπέζι του, άλλαξες πολύ, του είπε αμήχανα.

- Δεν μπορώ να περπατήσω μόνος, με φέρανε εδώ, θα με πάρουν μετά από μια ώρα, είπε ο άλλος ξεψυχισμένα, από την αρρώστια, μπορεί και από άλλους λόγους και συνέχισε. Και εσύ άλλαξες αρκετά.

- Ξέρεις έρχομαι συχνά εδώ, του απάντησε, πίνω το ουζάκι μου, αναπνέω το ιώδιο, αγναντεύω την κατοικία των θεών. Έτσι ξεχνιέμαι, ξεχνάω, ξεδίνω, χαλαρώνω, ταξιδεύω. Εσύ τι κάνεις, πως περνάς;

- Τι να κάνω, μου είπαν ότι φτώχυνα, ότι λιγοστεύει ο χρόνος μου, όπου να είναι φεύγω, είπα να κλείσω κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς, όσους μπορέσω, βέβαια.

- Κοίταξε, ο δικός μας δεν κλείνει, ήρθα με κακές διαθέσεις, αλλά καθώς σε είδα, μου πέρασαν. Όπως βλέπεις, έχω ηρεμήσει τελείως. Θα σου το πω με όση περισσότερη ηρεμία μπορώ. (Κατέστρεψες τη ζωή μου, διέλυσες την οικογένειά μου. Ο δικός μας λογαριασμός, λυπάμαι, αλλά θα μείνει ανοιχτός. Ανοιχτός για πάντα. Είχε από πριν προετοιμαστεί, να του πει, πριν δει την κατάστασή του.)

Καλά, άστα να μείνουν ως έχουν, μπορεί να έφταιξα κάπου και εγώ. Οπότε το συμπέρασμα είναι, άστα ως έχουν. Στον άλλο δεν άρεσε η απάντηση που πήρε, κιτρίνισε περισσότερο:

- Κατέστρεψες τη συνδικαλιστική, την πολιτική μου καριέρα, μόρφασε. Είσαι αναρχικός από κούνια, πώς να συνεννοηθεί κανείς μαζί σου. Δεν σε συγχωρώ, πρόσθεσε ξέπνοα.

- Έχεις δίκιο, του απάντησε, ανεβάζοντας μισή σκάλα τον τόνο της φωνής του. Θέλω να σε ρωτήσω για κάτι. Σκέφτομαι να σε περάσω στην αθανασία, με ένα μονόστηλο στην εφημερίδα που εργάζομαι. Τι λες να το κάνω, ή να σε περιφρονήσω;

Ο άλλος δεν απάντησε. Μόνο του είπε αυτό, να καθίσει λίγο ακόμα, όταν τον είδε να απομακρύνεται. Είχε μια ώρα χρόνο, μέχρι να έρθουν να τον πάρουν.

Δεν σιγοπερπατούσε, σαν άρρωστος, σαν μεθυσμένος ή άνθρωπος με κινητικά προβλήματα, αλλά αγέρωχος, ευθυτενής, σαν έφηβος. Λες και είχε χάσει ξαφνικά είκοσι κιλά από το βάρος του και ανάλογα χρόνια. Μέσα του ήταν πλέον ήρεμος, τόσα χρόνια πόνου, καταφρόνιας, αναμονής, ωρίμασε ο καιρός να λάβουν τέλος.

Πέρασε απέναντι, να τον φυσήξει η θαλασσινή αύρα. Πήρε το πρώτο τσιγάρο, που βρέθηκε στα χέρια του, από την κασετίνα Καρέλια. Έπεσε όμως επάνω στο διαφορετικό τσιγάρο, αυτό είναι για δύσκολες καταστάσεις, του είπε ένας γνωστός του, όταν του το έδωσε πριν έξι εφτά μήνες.

Τράβηξε μια ρουφηξιά, ένοιωσε κάπως, μετά άλλη μία και άλλη μια. Σαν να κάτι τον πείραξε, σαν να μέθυσε. Βλέπει το Λευκό Πύργο μέσα στη θάλασσα, το Μαρακές έγινε πλεούμενο, τα τραπεζάκια έξω, κύμα τα παίρνει κάτω, κύμα το φέρνει επάνω.

Προμηνύεται σεισμός, τα περιστέρια του Λευκού Πύργου φεύγουν τρομαγμένα στην αρχή, μετά κάνουν κύκλο από πάνω του, να τον προστατέψουν από τη δέσμη φωτός, μια εκτυφλωτική λάμψη που δυναμώνει.

Σ’ αυτό το πανηγύρι φωτός, φωνών, χρωμάτων και μουσικής, έγινε το θαύμα. Από το φωτεινό φάσμα, λες και διάτρητο τούνελ φωτός, έπεφταν μπροστά του Νύμφες, Νηρηίδες, Μούσες, Βάκχες κι’ όλα τα καλά στοιχειά του νερού και του δάσους, με αυλούς, λίρες, τύμπανα και φόρμιγγες.

Γενικός χαμός, οι βιαστικοί κορνάρανε, αυτοκίνητα τρακάρανε, φτάσανε επί τόπου περιπολικά και δικυκλιστές της τροχαίας. Συνέχιζε ο κουρνιαχτός, αυτός τράβηξε το δρόμο του.

Μέσα από το φωτεινό φάσμα προσγειώθηκε στα χέρια του, ή το πήρε από την τσέπη του, δεν θυμάται, ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα. Το άνοιξε, πήρε να το διαβάζει, να το απαγγέλλει, σαν αρχαίος τραγωδός, στην Επίδαυρο, χωρίς να τον ενοχλούν οι ψιχάλες από το κύμα που τον κατάβρεχαν:

*ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

«Πέθανες – κι έγινες και συ ο καλός Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Τα τριάντα έξι στεφάνια σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων. Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

Ά, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα το τι κάθαρμα ήσουν, Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα Κοιμού εν ειρήνη δε θα ‘ρθω την ησυχία σου να ταράξω. (Εγώ μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω Πολύ ακριβά κι’ όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο). Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: Ο καλός. Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Δε θα ‘σαι ο πρώτος δα κι’ ούτε ο τελευταίος.»

Τελείωνε τον τελευταίο στίχο, όταν ένα δυνατό κύμα τον έλουσε από πάνω ως κάτω, έσβησε το τσιγάρο, μούσκεψε το χαρτί. Έπαθε σοκ, το πρόσωπό του καθαρίστηκε από τις αμαρτίες του τσιγάρου. Ένοιωσε ήρεμος, ήσυχος, χαλαρός, ανακουφισμένος.

Πέρασε απέναντι. Συνέχισε το βήμα του, ψηλός, αγέρωχος, ευθυτενής, σίγουρος για τον εαυτό του. Ένας άνθρωπος να στάζει από πάνω ως κάτω θάλασσα. Να κρατάει στο δεξί του χέρι, αντί για τη λαβή του πριονωτού κουζινομάχαιρου, με τη μικρή δίστομη λάμα, ένα σβησμένο τσιγάρο και ένα μουσκεμένο χαρτί.

Να επαναλαμβάνει την απαγγελία από μνήμης.

«…Ά, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα το τι κάθαρμα ήσουν, Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα ….»

*Ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη (Από τη συλλογή ΕΠΟΧΕΣ )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου