Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Πολιτική αδημονία, κοινωνική ακινησία

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου


Το να παρακολουθήσει κανείς τις καθεστωτικές πιρουέτες γύρω από το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών απαιτεί μια ιδιαίτερα κουραστική διανοητική προσπάθεια. Τη μια ο Σαμαράς χαρακτηρίζει «πολιτική αυτοκτονία» την προσφυγή στην κάλπη, την άλλη ο Βενιζέλος επιδεικνύει εκλογική σπουδή, ανοίγοντας θέμα αλλαγής του εκλογικού νόμου. Τη μια το Μαξίμου διαρρέει σενάρια εκλογικής φυγής μέχρι τέλος του έτους, με δέλεαρ κάποια απτή ένδειξη του success story, την άλλη προειδοποιεί με «έφοδο στα τραπεζικά γκισέ» σε περίπτωση εκλογικής αναμέτρησης. Τη μια το καθεστώς προεξοφλεί και επιχαίρει για τον επικείμενο «μεγάλο συμβιβασμό» του ΣΥΡΙΖΑ, την άλλη θεωρεί βέβαιη μια τραπεζική κατάρρευση («δεν θα μείνει ευρώ στις τράπεζες») και μόνο στο ενδεχόμενο εκλογικής του νίκης.

Τη μια επενδύει στο σενάριο της «αριστερής παρένθεσης», την άλλη την εξορκίζει σαν το απόλυτο κακό.

Εκ πρώτης όψεως, οι δυο αυτές βασικές στάσεις και τάσεις του καθεστώτος στο πεδίο της εκλογολογίας φαίνονται αντιφατικές, αποτέλεσμα του πανικού και της διανοητικής σύγχυσης στην οποία βρίσκονται οι δημόσιοι και οι αφανείς παράγοντές του. Μια προσεκτικότερη ματιά μπορεί να αποκαλύψει μια αρκετά μελετημένη, συνθετική λειτουργία τους. Η οποία αποτυπώνεται στα ευρήματα των δημοσκοπήσεων που εμφανίζουν μια κοινή γνώμη από «χλιαρή» έως απρόθυμη για προσφυγή στις κάλπες. Τα ευρήματα αυτά, με τη σειρά τους, βρίσκονται σε κραυγαλέα αντίφαση με το ακλόνητο δεδομένο ότι η κυβέρνηση και τα κόμματά της βλέπουν να καταρρέει ακόμη και η επιρροή που διέσωσαν στις ευρωεκλογές. Ταυτόχρονα, όμως, τα ίδια ευρήματα φαίνεται να ενσωματώνουν μέρος της καθεστωτικής, αντιεκλογικής ρητορικής, που παίζει πονηρά με το δίπολο: «οι εκλογές είναι καταστροφή» και «οι εκλογές δεν θα αλλάξουν τίποτα».

Το βαθύτερο μήνυμα που εκπέμπει αυτό το δίπολο στην κοινωνία είναι πολύ πιο επικίνδυνο: μην περιμένετε τίποτα από την πολιτική. Ιδιαίτερα από τη δική σας συμμετοχή στην πολιτική. Καθίστε στ' αυγά σας.

Αυτό έχει γίνει η πιο επικίνδυνη σταθερά του πολιτικού βίου των Νεοελλήνων στα χρόνια του Μνημονίου. Το καθεστώς -με ό,τι η λέξη περιλαμβάνει-, μέσα στον οικονομικό και πολιτικό όλεθρο που βιώνει από το 2010, έχει πετύχει τον παράδοξο θρίαμβο να ακινητοποιήσει τη μεγάλη πλειοψηφία της τσακισμένης κοινωνίας. Οι λίγες, συμβολικές εστίες αντίστασης είναι δύσκολο να διασώσουν τα προσχήματα και την όποια ιστορική αισιοδοξία διατηρούν όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί. Η οικονομική και κοινωνική ματαίωση που βιώνουν τα φτωχά και τα μεσαία στρώματα μεταφράζεται πια και σε πολιτική ματαίωση.

Η επένδυση που έχουν κάνει το εγχώριο καθεστώς, η τρόικα και οι δανειστές στο να εξουδετερώσουν τα όποια ανακλαστικά αντίστασης της ελληνικής κοινωνίας είναι τρομακτική. Και, δυστυχώς, αποδοτική. Όπως διαπιστώνει κανείς, ούτε η ήττα των κομμάτων της συγκυβέρνησης στις ευρωεκλογές στάθηκε αρκετή για να διαταράξει τη σαδιστική τελετουργία των αξιολογήσεων και των προαναγγελιών νέων πακέτων μέτρων.

Οι εκπρόσωποι των δανειστών βαδίζουν με τη βεβαιότητα ότι κανένα μέτρο, όσο εξωφρενικό κι αν είναι, δεν θα συναντήσει αξιόλογες αντιστάσεις. Ή, στη χειρότερη γι' αυτούς περίπτωση, μοιάζουν να ρισκάρουν, να δοκιμάζουν τα όρια της κοινωνίας. Ο περίφημος πάτος έχει χαθεί σε ένα απύθμενο πηγάδι.

Αυτό το φαινόμενο της ατομικής και συλλογικής αποστράτευσης, από την πολιτική ειδικά και από τη δημόσια σφαίρα γενικότερα, μπορεί να το αποδώσει κανείς σε ποικίλους παράγοντες, «μακροπολιτικούς» (η δαιμόνια ικανότητα του σύγχρονου καπιταλισμού όχι απλώς να αλλοτριώνει, αλλά να «απαλλοτριώνει» τις συνειδήσεις των ανθρώπων) ή «μικροπολιτικούς» (η στρατηγική των δανειστών να τσακίσουν το φρόνημα των ανθρώπων, με το «διανοητικό Μνημόνιό» τους ή μια εκδοχή του «δόγματος του σοκ»).

Δυστυχώς, όμως, στο φαινόμενο της αποστράτευσης αποτυπώνεται και μια συμβολή της Αριστεράς. Εκ γενετής ταλαντευόμενη ανάμεσα στην αντιεξουσιαστική της φύση και την πρόκληση της εξουσίας, άλλοτε απολυτοποιεί τους κοινωνικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες κι άλλοτε κηρύσσει τον υπέρ πάντων πολιτικό αγώνα.

Η παρούσα συγκυρία φαίνεται να ευνοεί τη δεύτερη εκδοχή. Η αίσθηση της άμεσα επικείμενης πολιτικής αλλαγής και η αδημονία που αυτή γεννάει στην αριστερή καθημερινότητα συνοδεύεται από μιαν αντίληψη ματαιότητας του μικρού ή μεγάλου κοινωνικού και συνδικαλιστικού αγώνα. Η αντίφαση ότι η ίδια κοινωνική πλειοψηφία που είναι έτοιμη για την πολιτική αλλαγή είναι ανέτοιμη ή ανίκανη να αντισταθεί και να υπερασπίσει τον εαυτό της μπορεί να αποδειχθεί μπούμερανγκ. Όταν θα επέλθει η πολιτική αλλαγή, όσο «στρογγυλό», «ρεαλιστικό» και «κοστολογημένο» πρόγραμμα κι αν αυτή διαθέτει, θα έχει βραχύ και σκοτεινό ορίζοντα χωρίς ενεργούς υπερασπιστές. Σκεφτείτε μόνο ένα παράδειγμα: η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, ένα καθ' όλα μετριοπαθές μέτρο.

Ποιος θα το υλοποιήσει στους χώρους δουλειάς που έχουν μεταμορφωθεί σε βασίλεια εκβιασμών, δουλείας και ανομίας;

Από την ΑΥΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου