Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Του Κοσμά Ηλιάδη


Δέντρο καθημερινό, καρέκλα να κάθομαι, τραπέζι να γευματίζω, τραπεζάκι να πίνω καφέ ή μπύρα, γραφείο να γράφω χαρτί, μα και μολύβι, μη χαθούνε λέω, - από τι μεγάλη συμφορά γλυτώνω – αυτά που ρουθουνίζουν τη σκέψη μου. Κοντάρι για σημαίες, υποστύλωμα σε ορυχεία και ανασκαφές, στειλιάρι να σκάβω, φωτιά να θερμάνω παγωμένα άκρα, γενναίο ρόπαλο για το λιοντάρι της Νεμέας, καστρόπορτα, μπάρα, γέφυρα, πολιορκητικός κριός. Κιβωτός, κλάδος ελαίας, επί ξύλου κρεμάμενος, τα δυο σου χέρια πήρανε, βεργούλες κα με δείρανε, αρκεί να είναι από κλαδί πλατάνου. Σταυρός για δικαίους και αδίκους, αέτωμα οικίας, πλοίο για την Τροία, το άλογο του Οδυσσέα, τα ξύλινα τείχη της Σαλαμίνας, καράβι για γιρλάντες και λαμπιόνια, Φωτόδεντρο, το δέντρο της ζωής, το δέντρο - τέλος του χρόνου - αρχή του νέου.

Το δέντρο της γνώσης και ο απωλεσθής παράδεισος,– οι θεοί δεν αγάπησαν τον άνθρωπο – φορτωμένοι ανθρώπινη κακία. Κάρφωσε τον Προμηθέα ο παλιός, βιγλάτορας Ολύμπου, στα βράχια του Καυκάσου. Έδωσε λέει στον άνθρωπο φωτιά. Τον ήθελε να ζει σε ατέλειωτη νύχτα, σε πηχτά σκοτάδια να βουλιάζει, μην τυχόν και ανοίξει τα μάτια του, μην δει φάρο, μη σώσει ναυαγό. Κατόπιν ο άλλος τον έξωσε από την πρώτη κατοικία, καθώς γεύτηκε καρπό από το δέντρο της γνώσης. Σκοτάδια και εδώ, σκοτάδια προόριζε, η πρώιμη θέλησή του, για τον άνθρωπο.

Θέλουν τον άνθρωπο βουτηγμένο μες τη νύχτα, σώμα και πνεύμα – Τροικανοί και πράκτορες, κακέκτυπα αντίγραφα τους μιμούνται – Να τους έχουνε προσκυνητές, να εκλιπαρούν βοήθεια, έλεος, λες και σε κάτι φταίξανε, τόσο πολύ εγκληματικά. Τι άλλο να πω; Α, ναι, πλουτίζω από εχθρούς, γράφοντας τούτα. Από εδώ βρισιές, από εκεί απειλές, πιο κάτω αφορισμοί, αποβολές, εκβρασμοί, δάχτυλα που πυροβολούν. Αν όλα αυτά δεν φτάνουν, θα βοηθήσουν και οι καλικάντζαροι, που πριονίζουν ακατάπαυστα το δέντρο της ζωής. Κάποιοι φίλοι, θα πικραθούν. Συμβαίνει.

Δεν χάνω το δάσος, βλέποντας το δέντρο. Εδώ το δέντρο, το δάσος εδώ. Εδώ ο πόνος, η λύπη εδώ.

Στους ίσκιους του δροσίστηκα, αηδονολαλιές ευφράνθηκα, γεύτηκα τους καρπούς του, κοιμήθηκα στον ίσκιο του, στην κάψα του ασβέστη. Ένα δέντρο με περιμένει, εκεί θα κατοικήσω. Μπορεί να το έχουν κόψει, μπορεί να το λουστράρουν. Μπορεί βέβαια να είναι έφηβο, να έχει χρόνια να μεγαλώσει, να έχουμε κάποια χρόνια να μεγαλώσουμε. Ποιος να ξέρει!

Τώρα τι σκαλίζω εκεί κάτω

δεν ήρθα να το σκοτώσω

ψάχνω, ρωτώ, ζητώ να μάθω

την απαρχή του είναι μου

στις ρίζες του γυρεύοντας

την άκρη της γενιάς μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου