Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΚΕΛΑΗΔΙΣΤΗΣ

Του Κοσμά Ηλιάδη


Νεαρός έπιανε πουλιά από τον αέρα, τα παγίδευε με ξόβεργες. Σε κλαδιά δένδρων ολάνθιστων ή καταπράσινων, έστηνε τις παγίδες του.

Ανάμεσα στα πολλά έπιασε δυο καρακάξες, τις ελευθέρωσε. Τον κόρακα που έπιασε, δεν είχε ακούσει καλά λόγια για εκείνον, τον έδωσε στη γάτα του, για να παίξει μαζί του και να εκπαιδευτεί.

Στο πρώτο νύχιασμα, έκανε κρα – κρα κι’ εξαφανίστηκε.

Τα άλλα πουλιά, τα καλά, μετά από μια εβδομάδα τα μοίραζε σε φίλους. Κάποια με ανταλλάγματα, άλλα χωρίς, ανάλογα τη φιλία ή την υποχρέωση.

Κράτησε έναν, τον υπέροχο κελαηδιστή.

Τον βάφτισε Καζαντζίδη. Απολάμβανε τους κελαηδισμούς του, πίνοντας τον καφέ του μερακλωμένος, πότε – πότε τον συνόδευε, σε δικά του αγαπημένα τραγούδια.

Σε μια στροφή του δρόμου, τον εγκατέλειψε η αγαπημένη του.

«Με έχεις σαν τον κελαηδιστή σου, δεν σε αντέχω, δεν μπορώ, θέλω να αναπνεύσω φρέσκο αέρα, όχι μουχλιασμένο, είπε και έφυγε».

Ο κελαηδιστής, σαν να ζούσε την τραγωδία του αφεντικού του, σταμάτησε να κελαηδά.

Εκείνος, βαρύθυμος άνοιξε την πόρτα του κλουβιού, στα όρια της συρταρωτής πόρτας του σαλονιού και απελευθέρωσε τον κελαηδιστή.

Είχε φτάσει στον ντελβέ του καφέ που έπινε, άκουσε τσιτσιρίσματα, ξαφνιάστηκε ευχάριστα. Ο Καζαντζίδης, μέσα στο κλουβί, άρχισε ένα τραγούδι λυπητερό, ίδιο κλάμα.

Από τότε, τον άφησε να περιίπταται, στο σαλόνι, στον έξω κόσμο, να μπαίνει στο κλουβί του, να κελαηδάει, όποτε και όπως του αρέσει.

Περιμένοντας, με μια κρυφή ελπίδα στην καρδιά, να συμβεί το ίδιο και με την αγαπημένη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου