Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΕΚΤΑΚΤΩΣ ΑΤΑΚΤΑ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Του Κοσμά Ηλιάδη


Έκανε καλό καιρό, κάτι σαν ύστερη άνοιξη, κόντευε μεσημέρι, δουλειά δεν είχα, κατηφόρισα προς τη θάλασσα, από τη βίλα μου, τι βίλα, μια τεράστια έπαυλη, ένα ασύγκριτο παλάτι, αυτά μεταξύ μας, μη φτάσουν μέχρι την εφορία, γιατί αλίμονο μου, το χάνω το λαθραίο, μέχρι την ιδιωτική μαρίνα μου. Η πλαγιά που κατηφορίζει στη θάλασσα είναι δική μου, ο καημός μου, δεν μπόρεσα να περιλάβω στην ιδιοκτησία μου, όλο το βουνό. Έχω εκεί καλά καμουφλαρισμένο το κότερο μου, στο Πόρτο Κουφό, εκεί που οι ναζιστές κρύβανε τα υποβρύχια τους, στο μεγάλο πόλεμο.

Διαρρύθμισα το χώρο έτσι, που να χωράει καμιά δεκαριά κότερα. Θα βολέψω κάτι φιλαράκια, που δεν έχουν οι καημένοι, μέρος να κρύψουν τις θαλαμηγούς τους. Κάθισα σε ένα τεχνητό βράχο, άρχισα να ψαρεύω, μη φαντασθείτε τίποτα σπουδαίο, γοβιούς, πέρκες, γύλους, άντε κανένα σπαράκι. Αγνάντευα το πέλαγο, και συλλογιόμουν, πως έφτασα ως εδώ, ψηλά. «Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει. (Σολωμός – Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)» Ο καιρός ήταν γλυκός, ο ήλιος σε ζάλιζε, το αεράκι σε νανούριζε, ξαφνικά ένοιωσα να ταξιδεύω.

Χαλάρωνα, πήραν να σκοτεινιάζουν τα μάτια μου, ένοιωσα ένα δυνατό τράβηγμα από τη πετονιά, μάταια έφερα αντίσταση, το θηρίο που με τραβούσε ήταν δυνατότερο, αλλά δεν είχα σκοπό να του κάνω τη χάρη. Αντιστάθηκα όσο μπορούσα, με παρέσυρε προς τα κάτω, πήρα δυο κουτρουβάλες, μάτωσαν τα χέρια μου, απείχα δεν απείχα ένα μέτρο από τη θάλασσα, όταν μπόρεσα να σκαλώσω την πετονιά σε μια κολώνα, δεν θυμάμαι αν ήταν Κορινθιακού, Ιωνικού, Δωρικού, ή άλλου ρυθμού.

Έφερα την πετονιά τρεις τέσσερις γύρους, έδεσα ναυτικούς κόμπους, κάθισα να ηρεμήσω το ασθμαίνον στήθος μου. Η πετονιά πότε τεντωνόταν σε σημείο να σπάσει, πότε χαλάρωνε. Την πρόσεξα καλά, δεν ήταν η πετονιά που είχα, αλλά ένα γαλβανισμένο συρματόσχοινο, καθώς τεντωνόταν έβγαζε διάφορους ήχους, ντραν ντρον, ντραν ντριν, τόινγκ, μπιγκ μπαγκ και άλλους μελωδικότερους, που απολάμβανα, αλλά δεν μπορούσα να τους καταγράψω, ο μουσικά αστοιχείωτος, ο αναλφάβητος, ο τεμπέλης.

Τόσες ευκαιρίες μου είχε προσφέρει η δημοκρατία μας, από το να αποκτήσω τη στοιχειώδη μουσική μόρφωση, ή ακόμη να προχωρήσω και παραπάνω, αν είχα τα κότσια (ένα άσχημο όνομα της δραχμής, που προβιβάστηκε και έγινε ευρώ). Ο άχρηστος δεν επωφελήθηκα από καμιά. Μου άρεσε φαίνεται να παραμείνω ντουβάρι, αλλά τώρα που δυσκολεύομαι να σας μεταφέρω αυτή τη μουσική πανδαισία, βλέπω πόσο αχάριστος υπήρξα. Ακόμα και η χούντα μου πρόσφερε φοιτητική θέση στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο, πάλι αρνήθηκα ο βλάκας. Πίστευα φαίνεται πως έκανα αντίσταση. Δεν είδα όμως γραμμένο πουθενά το όνομά μου, στα αντιστασιακά κιτάπια. Τζάμπα ο κόπος, άδικα τεμπέλιαζα δηλαδή.

Ο τόπος με το γαλβανισμένο συρματόσχοινο, μου φάνηκε ξένος, αφιλόξενος και κρύος, ένα χάρμα φυγής. Στο πολιτικό σύστημα ήταν πολύ προχωρημένοι, εξέλιξαν τη δημοκρατία στον ανώτερό της βαθμό, την προβίβασαν σε δεινοκρατία. Την ονόμασαν δε έτσι, χάριν ευφωνίας, για να καταριούνται όλα τα κακά της μοίρας τους. Ήταν όλοι ευχαριστημένοι, αν όχι ευτυχείς. Το καθεστώς έδερνε τη φτώχια, τσάκιζε την ανεργία, πυροβολούσε την ακρίβεια, την ανασφάλεια, το φόβο του θανάτου. Οι εκεί ιθαγενείς ζούσαν εφτακόσια, οχτακόσια χρόνια, πεθαίνανε με το φτυάρι, με το τιμόνι, με το στυλό, με τη ράβδο χρυσού στο χέρι, ανάλογα με τη δουλειά που έκανε ο καθένας. Πρόεδρος της δεινοκρατίας ήταν ένας εθνικός ήρωας, απροσμέτρητου βεληνεκούς. Σε ηλικία δυο χρονών έσωσε τη χώρα από τους βαρβάρους.

Ήταν μεσάνυχτα, παραμονή της παραμονής της χώρας στο ευρώ, όταν έβγαλε ένα κλάμα τόσο δυνατό, που οι κοιμισμένοι φύλακες ξύπνησαν από τον ευχάριστο ύπνο τους, ένας από αυτούς, τσεβδός αλλά ταχύπους, τράβηξε της καμπάνας το σχοινί (Γ. Ρίτσος). Έγινε σαματάς, ενώθηκαν οι κίτρινοι με τους καφέ, οι γαλάζιου με τους πράσινους, οι μαύροι με τους καραμαύρους, οι άσπροι με τους πάγους, ρίξανε κάτι μολότωφ, οι εκτός των τοιχών επελαύνοντες εχθροί, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τα οχυρά της πόλης. Χάσανε το βασικό τους όπλο, το στοιχείο του αιφνιδιασμού.

Η δεινοκρατία τίμησε δεόντως το σωτήρα της χώρας, τον έκανε αρχηγό της. Για τον καμπανοκρούστη δημιούργησαν μια θέση στο ελλιπές δημόσιο, οι καμπάνες χτυπούσαν πλέον με χρονοδιακόπτη. Το γιατρό που διέγνωσε κοιλόπονους του παιδιού, τον στείλανε πρόξενο στη Βραζιλία. Κάποιοι κλακαδόροι μάλιστα λέγανε ότι το κατόρθωμα που έκανε ο μικρός, ήταν ανώτερο από του Ηρακλή, διότι τα φίδια που βάλανε στην κούνια του, ήταν σκοτωμένα.

Δεν μου άρεσε αυτή η χώρα, έλεγα πως και πώς να φύγω, αλλά λες και τα πόδια μου είχαν κολλήσει, δεν μπορούσα να κάνω βήμα, άσε που κάθε τόσο έρχονταν νέα ακούσματα από το συρματόσχοινο. Όλα γενικώς εκεί τα βρήκα χάλια. Που η δικιά μας η δημοκρατία. Οι άνθρωποι εκεί δούλευαν ως ενενήντα χρόνια, αμείβονταν σαν να δούλεψαν, εκατό και βάλε χρόνια. Στην εταιρία φωτός, οι συνδικαλιστές φιλοξενούσαν συνδικαλιστές άλλων χωρών, πληρώνοντας εξ ιδίων.

Ήμουνα σε ένα ξενοδοχείο φαγητού, όπου μήτε ξενοδόχο είδα, μήτε γκρούμ, είδα όμως συνδικαλιστές της εταιρίας φωτός. Πλήρωσε, ο πρόεδρος τη μακαρονάδα του φιλοξενούμενου συνδικαλιστή, από την τσέπη του. Μετά έμαθα πως για να μοιραστούν τη ζημιά, ένας πλήρωσε τα μακαρόνια, άλλος τον κιμά, ο τρίτος τη φέτα, δεν έμοιαζε να ήταν κλεψίτυπη, δηλαδή ελληνική, ένας τέταρτος τη μπύρα. Ένας της παρέας χτύπησε παλαμάκια και είπε: «Γκαρσόν, μια κομπόστα ανάμεικτη, με ζουμί από όλα τα κουτιά». Ο φαλακρός σερβιτόρος, σαν άκουσε αυτά τα λόγια, τα πήρε στο κρανίο, πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε χωρίς μουστάκι. Ή έτρεξε η καραμπογιά και το ξύρισε, ή ήταν ψεύτικο και το ξήλωσε από το θυμό του. Πάντως έδειχνε σοβαροφανής, μόνο όταν δεν πήρε φιλοδώρημα, μόρφασε κάπως.

Συγκινήθηκα όμως με μια κυρία, η οποία έκλεψε κάτι μαρουλόφυλλα, από το μπαξέ του γείτονα του ΝΙΚΑ. Το έκανα, είπε, για να θωρακίσω τα παιδιά μου. Ως βραδύνους που είμαι, δεν κατάλαβα καλά, από ποιους ήθελε να τα θωρακίσει; Από τους Οστρογότθους, από τους Βησιγότθους, ή από τους Γότθους, γενικά; Διότι αν είναι έτσι, έχει καλώς. Επειδή τα παιδιά των άλλων ιθαγενών, δεν είναι παιδιά, είναι αποπαίδια, είναι παραπαίδια, τα ονομάζουν όμως παιδιά από μεγαλοψυχία, ή χάριν καλολογίας.

Συνάντησα μάλιστα έναν μεγαλόψυχο χότζα (όχι τον Εμβέρ, τον άλλο του θρύλου, τον καλό, τον αστείο), στον οποίο κατάγγειλαν έναν κλέφτη που είχε κλέψει ογδόντα πέντε κατσικοπρόβατα, από ογδόντα και πάνω η ποινή ήταν θάνατος. Ο φιλάνθρωπος χότζας, για να μη λιγοστέψει το ποίμνιο των ανθρώπων, έγραψε στα χαρτιά ότι είχε γίνει κλοπή μόνο σε πέντε κατσικοπρόβατα, από τα οποία τα δυο ήταν στέρφα. Πρόσφερε ο κλέφτης πέντε υγιή και το πράγμα τακτοποιήθηκε κατά τον καλλίτερο τρόπο.

Δεν ξέρω αν με ξύπνησε ο ήχος της ρυθμιζόμενης με χρονοδιακόπτη καμπάνας, ή ο ήχος του γαλβανισμένου συρματόσχοινου, το βέβαιο είναι ότι ξύπνησα, έτσι τουλάχιστον νομίζω. Όλως περιέργως, ο κουβάς μου, με τα ψάρια και το θαλασσινό νερό που περιείχε, ήταν σχεδόν γεμάτος. Άδειασα το νερό, πήρα τα ψάρια μου, την πετονιά την είχα χάσει, ίσως από το πολύ τράβηγμα του θηρίου.

Ο μάντης Κάλφας, συνταξιούχος παπουτσής, μου είπε ότι το γαλβανισμένο συρματόσχοινο, είναι ο βασανισμένος λαός, που τον δέσανε στο κρεβάτι του Προκρούστη, το θηρίο είναι το χρέος. Ήταν και αγράμματος, που να είχε διαβάσει το «Ο γέρος και η θάλασσα». Κάποια άλλα πράγματα που είδα εκεί, πότε το θυμάμαι – πότε μου ξεφεύγουν, αν δεν τα ξεχάσω εντελώς, αν ο καιρός το επιτρέψει, θα σας τα πω κάποια φορά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου