Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

Το Νησί - Ένα ταξιδιωτικό ανάγνωσμα

Του Όττο


Εισαγωγή: Το Ταξίδι


Είπαμε φέτος να τιμήσουμε την παλιά καλή ελληνική συνήθεια των αυγουστιάτικων διακοπών, εκεί γύρω στη γιορτή της Παναγιάς της Κολυμβήτριας, προστάτιδας των πάλαι ποτέ ιερών κι απαραβίαστων "μπάνιων του λαού", όσο ακόμα το αντέχουμε, ίσως και για τελευταία μας φορά. Τούτο το "τελευταία φορά", όσο κι αν ηχεί απειλητικό και βλοσυρό, απ' την άλλη χαρίζει σ' αυτές τις διακοπές ένα άρωμα αλλιώτικο, μεθυστικό, προκλητικό σαν απαγορευμένου καρπού, σαν κλεμμένο σύκο απ' το δέντρο της στρυφνής Γερμανίδας ιδιοκτήτριας, η συκιά του Ιούδα που προβάλει ένα κλαρί της πάνω απ' το αγκαθωτό συρματόπλεγμα του στρατόπεδου συγκέντρωσης - Arbeit Macht Frei. 

Νυχοπατώντας κλεφτά και κοιτώντας συνωμοτικά πίσω απ' τους ώμους μας, μην τυχόν και μας πάρει χαμπάρι κανένας μοχθηρός θείος Πάσχος που μετράει τις αρνίσιες μπουκιές μας κάθε Πάσχα, μήπως μας μυριστεί καμιά στεγνή θεία Αρβελέρ, που μετράει τις γουλιές του φραπέ μας, προκειμένου να γελάσει από τη βεράντα του ρετιρέ της Σορβόνης με την κρίση μας (με όλες τις πολλαπλές έννοιες τούτης της πανδώρειας λέξης), κανένας Κανέλλης, Πρετεντέρης, Όλγα, Τσίμας, Πορτοσάλτε, Θέμος -όλη η τσακαλοπαρέα των ύπατων τιμητών της νομιμότητας- και τρέξει να μας μαρτυρήσει με χαιρέκακη ευχαρίστηση, στην άτεγκτη κι άσπλαχνη Τρόικα -"κυρία, κυρία ο Όττο πάει διακοπές, φορολογήστε τον αλύπητα, αντέχει"- μπήκαμε στο σαραβαλάκι μας, η αφεντιά μου, η Δήμητρα κι η Κατερίνα, με κατεύθυνση την Αμμουλιανή, αφού η Μύκονος ήταν ολάκερη ρεζερβέ από τα έξαλλα τέκνα του success story κι η Σαντορίνη ξέμεινε από ηλεκτρικό -σκέτη μπασκλασαρία.

Μετά από μια ήρεμη κι άνευ συγκινήσεων διαδρομή, με το GPS του smart phone της Δήμητρας να προσπαθεί εις μάτην να με βάλει στον ίσιο δρόμο με την ψυχρή, επιτακτική, δασκαλίστικη γυναικεία φωνή του, κι εμένα ν' ακολουθώ τον "όπου νογά η κούτρα μου" προσωπικό μου χάρτη, απαντώντας στην μηχανική ντομινάτριξ με τις πλέον καλοπροαίρετες κι ευφάνταστες προτάσεις μου περί της σεξουαλικής ζωής της μάνας της, φτάσαμε τελικά στην Ιερισσό, το γαλατικό χωριό, όπως περήφανα αναφέρει η επιγραφή που υποδέχεται τον επισκέπτη στην εμπασιά του. Τα πανό της πάνδημης αντίθεσης στην "επένδυση" χρυσού δεσπόζουν σ' όλο το κεφαλοχώρι κι έδρα του Δήμου Αριστοτέλη, ατσαλάκωτα, τεντωμένα και περήφανα, χωρίς κανείς να έχει διανοηθεί να σκίσει έστω και μιαν ακρούλα απ' τις αφίσες που καλούν σε κινητοποίηση, προς τέρψιν του λαοφιλούς δημάρχου Α.Ρ. Πάχτα, αγκάθι μες στο πλάνο μάτι του, μπουρλότο στο θαλερό μουστάκι του και τρόμος στην εξωνημένη ψυχή του.

Φτάσαμε στο πορθμείο της Τρυπητής, την ώρα που η περαταριά είχε μόλις αποπλεύσει από απέναντι, ακριβώς στον κατάλληλο χρόνο ώστε να μπούμε πρώτοι στην ουρά αναμονής, που από πίσω μας άρχισε να μεγαλώνει, θαρρείς κι όλοι ντρέπονταν να βγουν μπροστά και περίμεναν κάποιον ατρόμητο να κάνει την αρχή, για να βρουν το θάρρος ύστερα κι αυτοί ν' ακολουθήσουν. `Το ταξίδι σύντομο, μόλις ένα περίπου τέταρτο της ώρας. Στην εμπασιά του μικρού λιμανιού, μια ταμπέλα καλωσόριζε τους επισκέπτες, ενώ σε περίοπτη θέση ένα πανό έβαζε τα πράγματα στη θέση τους: "Λέμε ΟΧΙ στην επένδυση χρυσού". Μια κοινότητα 600 περίπου μόνιμων κατοίκων, που ζούνε αποκλειστικά απ' τον τουρισμό και την αλιεία, δεν θα περίμενε κανείς να δεχτεί οικειοθελώς να μετατραπεί σε χωριό μεταλλορύχων, να δουλεύουν σε μια τρύπα μες στη γη, ακόμη κι αν οι θέσεις εργασίας των κονκισταδόρων της Ελντοράντο επαρκούσαν για να καλύψουν όλες εκείνες που θα χαθούν απ' τη βαριά μεταλλική ρύπανση των υδάτων, θέσεις κάτω απ' τον ήλιο, τον άνεμο και το πελαγίσο γαλάζιο.

Α. Memento Mori


Σ' ένα λοφάκι που υψώνεται μαλακά κι ευγενικά πάνω απ' τη βορειοδυτική άκρη του λιμανιού, ακριβώς απάνω απ' τη δέστρα της περαταριάς, το πρώτο πράγμα που βλέπει κάποιος καθώς ξεμπαρκάρει, το κοιμητήριο του νησιού στέκει σαν επιτιμητικά υψωμένο φρύδι. Πραγματικό φιλέτο, οπού θα περίμενε κανείς -τουλάχιστον σε μια τουριστική ανάπτυξη που... σέβεται τον εαυτό της- να θρασομανούν μπαρ, ταβέρνες και καφετέριες, ίσως μια κλαμπάτη, περίφωτη νεο-Βαβυλώνα, να σφυροκοπάει ανάλγητα τις ανευόδωτες αυταπάτες μας για λίγο κρανιακό ξελαμπικάρισμα. Όμως τούτοι δω διάλεξαν διαφορετικά, οι θαλασσινοί... Να βάλουν τους νεκρούς τους ν' αγναντεύουν το πέλαο για πάντα, να μετράνε τα καράβια που 'ρχονται και πάνε.

Κι οι ποθαμένοι να μαζεύονται τα καλοκαιρινά μεσημέρια κάτω απ' τον ίσκιο των ψιλόλιγνων κυπαρισσιών και να κουσελιάζουν ράθυμα τους ζώντες, δικούς και ταξιδιώτες, να καθρεφτίζονται αυτάρεσκα στα νερά και ν' αναπολούν παλιές καλές μέρες, τότες που 'νιωθαν όντες αθάνατοι. Να σε χαιρετούν και κρυφά να σου γνέφουν: "Memento Mori" που πάει να πει "Carpe Diem", μια αμφίθυμη υπόμνηση προς κάθε υπέρμετρα αγαλλιώντα ή συστηματικώς μεμψίμοιρο. Θετική πρώτη εντύπωση, αρχίζω ήδη να εκτιμώ κάπως τους ντόπιους.

Κι απέναντι απ' το κοιμητήριο των ανθρώπων, λίγο αριστερά για όποιον θωρεί την πλάση μέσα απ' τον περίβολό του, σ' έναν ορμίσκο προς την Ανατολή, το κοιμητήριο των πλεούμενων. Σαπισμένα κουφάρια καϊκιών εκθέτουν αδιάντροπα τους σκελετούς τους σε δημόσια θέα, στέκουν εκεί κούφια κι ακίνητα, όμως πανέτοιμα, προσδοκώντας ανάστασιν νεκρών, να εγερθούν οι παλιοί τους καπεταναίοι και κείνα να ξαναπάρουν πίσω την ξύλινη σάρκα που τους έφαγε ο καιρός ο πανδαμάτωρ κι ο αμείλικτος ο ήλιος κι η θρηνητική βροχή, περήφανα οι δυο τους να προσέρθουν αντάμα για την κρίση την παντοτινή.

Όσο για τους ανίατους, γι' αυτούς οι νησιώτες έχουν κάνει μια εξαιρετική διευθέτηση. Τους χτίσαν ένα κλαμπ σε μια παραλία κάνα χιλιόμετρο πιο απόμερα, που ανοίγει τις πύλες του μαύρα μεσάνυχτα νταν, κι ας πάνε κει να κουτουρντίζουν όσο θένε, κι ας ξεσαλώνουν μέχρι λιγοθυμιάς, ουδείς τους εμποδίζει.  Φτάνω δαύτους τους θαλασσινούς να τους εκτιμώ κάτι περισσότερο...

Το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού καταλαμβάνεται από μαγαζιά, ξενοδοχεία, πανσιόν -στην πλειοψηφία τους οικογενειακές επιχειρήσεις- ενώ πολλοί έχουν χτίσει δωμάτια πάνω απ' τα σπίτια τους, το γνωστό και μη εξαιρεταίο rent a room. Σ' ένα τέτοιο βρήκαμε στέγη κι εμείς. Μας έλαχε στα ψηλά, κι η πλέρια θέα του αντάμειβε με το παραπάνω το λαχάνιασμα της απότομης ανηφοριάς, μες στην κάψα. Μια ξεθωριασμένη πινακίδα μας ενημέρωνε πως η επιχείρηση κάποτε επιδοτήθηκε από την ΕΕ, απομεινάρι από κείνες τις εποχές που η Ευρώπη μας καλόπιανε, όπως η δολερή μάγισσα τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ, να μπουν στο ζαχαρένιο της σπιτάκι δια τα περαιτέρω.

Όμως κείνες οι μέρες είναι πια πολύ μακριά και τούτο είναι πρόδηλο, σαν άρια τέττιγα τεμπελχανά μες στο καταμεσήμερο. Οι μισές λάμπες καμένες, τα υδραυλικά του νεροχύτη να στάζουν, μέχρι η λεκάνη της χέστρας είχε ξεκολλήσει απ' τη θέση της και σουρτούκευε σιγοσφυρίζοντας, την ώρα της μέγιστης συγκέντρωσης περί την ανάγκη μας. Ευτυχώς δεν είχε πολύ χώρο ελεύθερο να κινηθεί. Σαν να της είχαν βάλει κοντό λουρί δηλαδή και κάπως να συμμαζευόταν το σουλάτσο. Μας το έφτιαξαν οι άνθρωποι μόλις τους ενημερώσαμε, δεν έχω να πω.

Απ' την άλλη μεριά, σχετικά φτηνό (λιγότερο ας πούμε απ' το κόστος σε κάποιο κάμπινγκ της πιο τουριστικής Χαλκιδικής), καθαρό και περιποιημένο και -το ξαναλέω- πλούσια θέα. Είχε και τηλεόραση, όπως και κλιματιστικό, όμως δεν χρησιμοποιήσαμε τίποτε απ' τα δυο. Ειδικά την πρώτη τη βγάλαμε κι απ' την πρίζα, σάμπως να φοβόμασταν μην ο Μεγάλος Αδελφός μάς ακούει και με σβηστή ακόμα την οθόνη. Όσο για κλιματισμό, είχαμε φυσικό, δεν συνέτρεχε χρεία. Τα μελτέμια έπιαναν όποτες έκαμαν γούστο, όμως πάντοτε την ώρα που 'πρεπε, δροσάτα, ευγενή κι απαλά, σα σινδόνη μεταξωτή πάνω σε γυμνό δέρμα.

Δυο σπίτια παραδίπλα η εκκλησιά, που τέτοιες μέρες γνώριζε πιένες, δυο τετράγωνα πιο κάτω τα κλασικά συγκρουόμενα, το πιο αγαπημένο παιχνίδι των μικράτων μας, όπου τα μεγάφωνα λαλούσαν σαχλοτράγουδα παλιότερου συρμού -Λαμπάντα, Περέα-Περέα και Σάκη- όμως τι διάολο, η σάχλα είναι πάντοτε αγέραστη και διαχρονική.

Κάποιο απόβραδο, ενώ η ψαλμωδία απ' τα μεγάφωνα βαυκάλιζε το απογευματινό μου λαγοκοίμισμα με τα φάλτσα του παπά, η αύρα ύπουλα παράσυρε μέχρι το μπαλκόνι μας ένα ορχηστρικό μπιτάτο κομμάτι, με τόση ένταση, όση μόλις να μην καλύπτει τον σουξεδιάρη ιερέα. Οι δύο ήχοι παραδόξως ταίριαζαν ρυθμικά κι έτσι συγχωνεύτηκαν σ' ένα τρομερό remix, που θα το ζήλευε κι ο πιο προχώ DJ. Ένα θαυμάσιο καραόκε για θρησκευτικό talent show, τώρα που οι διορισμοί ιερέων έχουν στενέψει και γίνονται με το σταγονόμετρο, ενώ η ζήτηση ολοένα πιεστικά αυξάνει...

Συνεχίζεται

great-chaos.blogspot

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου