Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Το Νησί - Δ' Πρίγκηψ των Γαϊδάρων

Του Όττο


Η Λαμπρινή είναι ένα μικρό τουριστικό καΐκι, που καθημερινά ξεναγεί τους τουρίστες στον γύρο του νησιού (δίχως πίτα), μιας κι όπως λέγαμε στα παραπάνω, ένα μεγάλο μέρος της ακτογραμμής του δεν είναι προσβάσιμο με οδικά μέσα. Ο καραβοκύρης της, ο καπετάν Κώστας, κάθε βράδυ τελαλεί το... υπερωκεάνιό του, από τον μώλο του λιμανιού, μ' έναν τηλεβόα από αυτούς που κρατούν στις διαδηλώσεις, κείνοι που ρίχνουν τα συνθήματα στο μέγα πλήθος, γνωστοί κι από τα τραπεζάκια της ΚΝΕ στα φοιτητικά μας χρόνια. Έφτασε λοιπόν η διαβόηση μέχρι το αψηλό μας μπαλκόνι και μας προσέλκυσε ν' αποφασίσουμε πως την επαύριο θα μπαρκάραμε κι εμείς στο υπερωκεάνιο, να τριγυρίσουμε τα πέριξ, αφού δουλειά δεν είχε ο διάολος κι ο τουρίστας πάντοτε ψάχνει να καταναλώσει νέες συγκινήσεις, να περισυνάξει τερπνές εικόνες στα μάτια του και στον φακό της μηχανής του.

Όμως το κυριότερο θέλγητρο κι η κορωνίδα της περιήγησης, είναι οι στάσεις για μπάνιο κι ύστερα για μάσα στα περίφημα Γαϊδουρονήσια, ακατοίκητες βραχονησίδες παρακείμενες του κυρίως νησιού. Λέγονται κατά κόσμον ή κατά χάρτη και Δρένια, όμως η λέξη μας θύμιζε τον πολυαγαπημένο υπουργό αδικοπραξίας κι έτσι συνεχώς την απωθούσαμε απ' το νου μας, αφού η πειθώ δια των ροπάλων ήταν ο τελευταίος συνειρμός που θα θέλαμε να σκιάσει το νου μας αυγουστιάτικα, χώρια που στο σπίτι των αδίκως προφυλακισθέντων δεν χωράν τέτοιες αρσίζικες κουβέντες (οι αφίσες από τη συγκέντρωση συμπαράστασης στους τρομο-κρατικώς διωκόμενους ήταν κι εδώ παρούσες, πάλι άθικτες κι άσχιστες).


Στη βουλή της Αμμουλιανής, η συνεδρίαση είχε ήδη αρχίσει, με διαξιφιστικές παρτίδες τάβλι και μπιρίμπας. Πήρα το θάρρος να μπω κι εγώ για να ρωτήσω, στην πραγματικότητα είχα όρεξη για κουβέντα πρωινιάτικα. "Αξιότιμοι κύριοι βουλευταί, ζητώ συγνώμη που διακόπτω τις εργασίες, μήπως ξέρετε πού ακριβώς αράζει η Λαμπρινή;", τους απηύθυνα με πάσα επισημότητα. Οι αργόσχολοι γέροντες ευαρεστήθηκαν από την προσφώνηση, σήκωσαν τα μάτια απ' το τάβλι χαμογελώντας και μας έδειξαν λίγο παραπέρα, έναν μώλο στην αντίπερα πλευρά του αραξοβολιού της περαταριάς. Ήμασταν οι πρώτοι που μπήκαν στο υπερωκεάνιο κι ο καπετάν Κώστας είχε όρεξη για κουβεντολόι. Μάθαμε ότι ο μώλος ήταν φτιαγμένος το 1965 κι έκτοτε το κράτος αγνοείται και κανείς δεν το 'χει δει. Ψέματα! Ήταν το πρόσφατο 1974 που η κυβέρνηση ηλεκτροδότησε το νησί με υποθαλάσσιο καλώδιο, το οποίο βγαίνει σε μια παραλία, που ακόμα φέρει τ' όνομα ΔΕΗ. Δεν τόλμησα να ρωτήσω πάντως εάν τούτο έγινε πριν ή μετά τη Μεταπολίτευση. Μέχρι σήμερα οι κάτοικοι συντηρούν το μώλο και τις δέστρες με δικές τους δαπάνες. Όσο για τους δρόμους, η λέξη "συντήρηση" δεν θα ήταν και η πλέον δόκιμη για να περιγράψει επακριβώς την κατάσταση.

Σύντομα το καΐκι γέμισε και η βόλτα μας ξεκίνησε. Ο επικοινωνιακός κι εξόχως τουριστικός καπετάνιος μάς ξεναγούσε με τον περίφημο τηλεβόα του. Μας είπε πολλά και διάφορα, όπως το πού έχει καλή ψαριά για έμπειρους όμως βουτηχτάδες, ότι τα Γαϊδουρονήσια είναι στο ίδιο μέγεθος με τα ιστορικά γκριζωνικά Ίμια, ακόμη ακόμη μας αποκάλυψε σε ποια ερημική παραλία πήγε να κουτουπώσει την πρώτη του φιλενάδα. Στοχάστηκα πως σ' έναν τόσο μικρό τόπο και με τον τηλεβόα να διαλαλεί την κατά τ' άλλα ιδιωτική στιγμή, άπαντες στο χωριό θα γνωρίζανε ποια ήταν η πάλαι ποτέ μικρά και πού συνήθιζε να κουκουλώνει τις περιπτύξεις της, η γεβεντισμένη. Ουδέν κρυπτόν υπό τον επαρχιώτικο ήλιο και το βούκινό του.

Μετά από λίγη ακόμα πελαγίσια αρμύρα, φτάσαμε στο πρώτο Γαϊδουρονήσι, όπου κάναμε στάση για μπάνιο, περίπου μιας ώρας. Το περιβάλλον σχεδόν παρθένο, μ' ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση. Αν και τ' όνομα των βραχονησίδων βγήκε προφανώς επειδή εκεί εξέθρεφαν παλιά τα συμπαθή τους υποζύγια οι ντόπιοι, σήμερα δεν υπάρχουν πια γαϊδούρια (τουλάχιστον όχι απ' τα τετράποδα), παρά μόνο κατσίκια και γλάροι. Μια υπέροχη αστραφτερή παραλία φιλοξενούσε αρκετούς επισκέπτες, που έφταναν με διάφορα πλεούμενα από την Ουρανούπολη κι άλλες γειτονικές περιοχές. Μια μαύρη κατσίκα, εξοικειωμένη με το φαινόμενο του τουρισμού, έτρωγε κλαδιά αγριελιάς απ' τα χέρια μικρών παιδιών που είχαν ενθουσιαστεί με την παρουσία της, ενώ ένα μικρό σκυλάκι με κορδελίτσα στο κεφάλι -οποία κατάπτωσις για το βασίλειο των κυνών, βαρύς τριγμός στα οστά του Διογένη- εμφανώς τρομοκρατημένο, γάβγιζε κρυμμένο πίσω απ' το παρεό της κυράς του, δήθεν για να διώξει τη διαβόλισσα με τις σχιστές οπλές απ' την περιοχή του.

Λίγα βήματα πιο πάνω, ένα πηγάδι καλυμμένο με μεταλλικό καπάκι και δίπλα δύο κυκλικές επιγραφές γεμάτες απαγορεύσεις, στα Ελληνικά και στ'  Αγγλικά, κάτι ανάμεσα στις πλάκες των δέκα εντολών και τη στήλη της Ροζέτας. Ουκ ενοχλήσεις τα ερίφια, ουκ αγγρίσεις τους γλάρους (ή μη θα πέσει επάνω σου η κατάρα του Χίτσκοκ), ου λερώσεις, ου θορυβήσεις, εδώ είναι φυσικό οικοσύστημα και η παρουσία των ανθρώπων δεν είναι επιθυμητή... Ειλικρινά συγκινήθηκα με το ζωηρό ενδιαφέρον του δημάρχου Α.Ρ. Πάχτα για την προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων, αρκεί να μην φέρουν στα εδάφη τους ψήγμα χρυσού, χαλκού ή ψήφων.

Παρά τις απαγορεύσεις κι ένεκα που τα ΜΑΤ είναι αλλού απασχολημένα, ένα μικράκι έπαιζε κυνηγώντας τα γλαροπούλια, για να τα κάμει να πετάξουν, σαν να 'ταν περιστέρια στην πλατεία Αριστοτέλους. Κείνα πετάριζαν τεμπέλικα μέχρι λίγο παραπέρα κι ύστερα επανέρχονταν στις περιοχές τους. Ένας μοχθηρός γλάρος έβαλε στο μάτι το παιδάκι και το πήρε από πίσω, καραδοκώντας με την πρώτη ευκαιρία να του δείξει τι εστί βερίκοκο, όμως κείνο ψυλλιάστηκε τα ζόρικα κι έσπευσε να κρυφτεί, μαζί με το μικροσκοπικό σκυλάκι, πίσω απ' την ασφάλεια της μάνας του.
Κατόπιν έφτασε ο πραγματικός αφέντης του τόπου, ο αρχιτράγος με το μακρύ του γένι και την κουστωδία του και πήγαν να ποτιστούνε στο πηγάδι. Ύστερα ο ταγός στάθηκε μπροστά στις επιγραφές -πίσω του άλλα τέσσερα τραγιά παραταγμένα- και κοιτούσε αυστηρά, επιβλητικά κι αυτάρεσκα τους λουόμενους, σάμπως ο Μωυσής με το ιερατείο του, που ετοιμάζουν να ρίξουν το γαζέπι του Γιαχβέ στους ειδωλολάτρες Φιλισταίους.

Η αλήθεια να λέγεται, εζήλωσα την δόξα του αρχιτράγου, αν κι όχι το ιερατικό του υπογένειο. Ο σφετεριστής εκμεταλλεύτηκε την απουσία των γαϊδάρων απ' τον δικαιωματικό τους τόπο και κατέλαβε αβίαστα την εξουσία. Τότε θυμήθηκα την καλή μου τη γιαγιά που μου είχε προ πολλού επιδαψιλεύσει τον τιμητικό τίτλο του αρχιγάιδαρου και μ' έπιασε το πατριωτικό μου, μαζί με μια δίψα για εξουσία, που πάντοτε ελοχεύει στα μύχια κάθε αντιεξουσιαστή, προσμένοντας μια τόση δα αφορμή για να εφορμήσει.

Πάνω στο κατάστρωμα της Λαμπρινής, στον σύντομο δρόμο προς το επόμενο -και μεγαλύτερο- Γαϊδουρονήσι, πήρα τη μεγαλεπίβολη απόφαση. Όταν προσεχώς η χώρα μας θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη και κάθε βράχος στο γιαλό βγει στη δημοπρασία, θα διεκδικήσω πάραυτα την πατρογονική μου εξουσία στα τιμημένα τούτα χώματα και θ' ανακηρύξω το Πριγκιπάτο των Γαϊδουρονήσων, με πρίγκιπα φυσικά τη γαληνοτάτη αφεντομουτσουνάρα μου. Τέτοιος οικογενειακός τίτλος τιμής -αναγνωρισθείς ομοφόνως κι υπό των δεινοπαθούντων διδασκάλων μου- δεν είναι πρέπον να πάει αμόντε.

Ο σφετεριστής τράγος θα τιμωρηθεί σκαιότατα, με κούρεμα τύπου "Νόμος 4000" και αναγκαστική πικετοφορία, με την πινακίδα "είμαι γάιδαρος" περασμένη στον χοντρό του σβέρκο, να περιφέρεται μέσα σ' αιώνια χλεύη. Τουλάχιστον οι κατσίκες δεν θα διαμαρτυρηθούν για τη στυγνή φορολόγηση, καθότι συνηθισμένες στο άρμεγμα. Στην πραγματικότητα τόση ώρα εκτεθειμένος στον άσπλαχνο ήλιο και χωρίς ομπρέλα, είχε αρχίσει η γκλάβα μου να ρετάρει.


Στο Μεγάλο Γαϊδουρονήσι -αν και κατά τ' άλλα ακατοίκητο- η τοπική ιδιωτική πρωτοβουλία έχει στήσει ομπρέλες με ξαπλώστρες, κιόσκι πώλησης καφέδων κι αναψυκτικών και μια πολύ ωραία ταβέρνα για τους πειναλέους και τους μερακλήδες. Καθώς πλησιάζαμε, είδα την παραλία γεμάτη κόσμο και ρίγησα. Δεν θ' άντεχα άλλες τρεις ώρες να σταθώ κάτω απ' τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο, που βάραε κατακούτελα σα βαριοπούλα, κάτι έπρεπε να κάνω.

Έτσι, μόλις η Λαμπρινή εξόκειλε στην αμμουδιά κι ενώ όλοι οι επιβαίνοντες διαγκωνίζονταν, διακριτικά είν' η αλήθεια, να πάρουν θέση για το ξεμπαρκάρισμα, εγώ ο καλός σου πήδησα στη στέρεα γη, χωρίς να περιμένω να ρίξει ο καπετάνιος τη σανίδα της αποβίβασης. "Ε πού πας, περίμενε τη γέφυρα", μου έκανε η Δήμητρα που ανησύχησε μην φάω τα μούτρα μου -πρίγκηψ αρχιγάιδαρος το πράμα- και μουσκέψει η πορφυρή μου αλουργίδα. Ήταν όμως πλέον αργά. Μέχρι να το πει, εγώ είχα ήδη προσγειωθεί εξόχως ομαλά, με τον αέρα του κατακτητή και  -μετά και τις σπουδαίες αποφάσεις που μόλις πριν λίγο είχα πάρει- γύρισα κι απάντησα: "Λες κι ο Κολόμβος περίμενε να ρίξουν τη γέφυρα, όταν βρήκε την Αμερική..."

Ο ελληναράς θαλασσοπόρος, έσπευσα να εκμεταλλευτώ το πλεονέκτημα που μου προσέφερε το παράτολμο άλμα και πραγματικά κατάφερα να πιάσω τη μοναδική ομπρέλα που απέμενε ακόμα ελεύθερη στην παραλία, με τρεις ξαπλώστρες παρακαλώ, λες και την είχαμε ρεζερβέ. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα, μόλις βολεύτηκα αρειμανίως, ήταν πως τα Γαϊδουρονήσια δεν είχαν μεν γαϊδάρους, είχαν όμως ΠΑΟΚτζήδες, όπως μπορείτε να διακρίνετε στην παραπάνω φωτογραφία. Μα τον Πλούτωνα, ακόμη δεν ανακήρυξα το πριγκιπάτο μου κι ήδη με περιμένει σκληρή αντιπολίτευση. Τούτα τα ντέρτια έχει η διακυβέρνηση, θα πρέπει να συνηθίσω...

 Οι λοιποί συνταξιδιώτες δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να καθίσουν στην ταβέρνα και να χλαπακιάσουν ανηλεώς, πράγμα που δεν τους βγήκε πάντως σε κακό, αφού το ψάρι ήταν φρεσκότατο και η κνίσα που ανέδιδαν οι ψησταριές ήταν ικανή να δελεάσει και τον ίδιο τον Τρίτωνα. Πήγαμε κι εμείς να πάρουμε κάτι να τσιμπήσουμε στην παραλία, μια σουβλάκια, τρεις πατάτες τηγανιτές, φέτα και τζατζίκι. Εκεί που ξεροσταλιάζαμε στο τμήμα πακέτου (take away κατά το ελληνικότερον), μας προσέφεραν ένα περιεκτικότατο φυλλάδιο που διεκτραγωδούσε τα δεινά και τις καταστροφές που πρόκειται να επιφέρει στον τόπο η "επένδυση" των κονκισταδόρων του χρυσού.

"Είναι που όλοι στην περιοχή υποστηρίζουν το μέγα έργο", έκανα χαμογελώντας. Ο ταβερνιάρης, που δεν έπιασε την πρόδηλη ειρωνεία της δήλωσής μου, λίγο έλειψε να μ' αρπάσει απ' τον σβέρκο. "Τι λες εκεί, 95% είμαστε κατά", μου έκανε κορωμένος. "Ε, αυτό λέω κι εγώ", πήρα το διαπραγματευτικό μου ύφος, "μόνο που στην υπόλοιπη Ελλάδα τέτοια ξέρει ο πολύς ο κόσμος". "Εμ ποιος να τους πει την αλήθεια, οι αλήτες στα κωλοκάναλα;" εξανέστη εκείνος. Χρειάστηκε να του μολογήσω ότι είμαστε απ' αυτούς που κατεβαίνουν στη Θεσσαλονίκη στις εκδηλώσεις συμπαράστασης, για να μη ρίξει κώνειο αντί για ρίγανη στις πατάτες μας. Μόλις το άκουσε, ήρθε στα συγκαλά του και χαμογέλασε, στο τέλος μας κέρασε και το ψωμί για να μας φιλέψει.

Μετά το παραλιακό γεύμα, έφτιαξα καφέ κι έπιασα το βιβλίο μου, όμως δεν μου κολλούσε ανάγνωση κείνο το απομεσήμερο. Τα μάτια μου ανυπότακτα, σαν ζιζάνια μαθητούδια που κρυφογελούν πίσω απ' την πλάτη του δάσκαλου, ροβολούσαν ολοτρόγυρα, ρουφώντας ανεχόρταγα τον περίλαμπρο ουρανό, τα χρώματα του τοπίου, το στραφτάλισμα του αρμυρού νερού, την ομορφιά της πλάσης, ενώ το σιγηλό φλοίσβησμα των κυμάτων θώπευε μ' ευγένεια και χάρη τα γαϊδουρινά στυλωμένα μου αυτιά. Κι έτσι όπως ρέμβαζα με το ήρεμο πάθος ηδονοχαρούς βλεψιλάγνου, ήρθε στα βλέφαρά μου νυσταγμός και μου γλυκοσφάλισε τα μάτια.

Όμως όπου αστραποβολά η ευφορία, έρεβος παραμονεύει. Έπεσε σκοτάδι ψηλαφητό μέσα στ' όνειρο κι έπιασα με αγωνιώδη προσήλωση να φτιάξω μια λίστα με τραγούδια -λέει- του θανάτου. Από τραγούδια θλιμμένα και σκοτεινά. "Ένας καημός για τα καλά του κόσμου κι ένας για τ' αχαμνά του". Ούτ' ένα απ' αυτά δε θυμούμαι...

Μα καθώς τ' άκουγα, τρύπωναν στο νου μου λογισμοί ζοφεροί, για το εφέστιο που πεθαίνει, για το ζαράρι που 'ρχεται, για τη συφορά που 'ναι μπρος, για ένα λαό που ψυχορραγεί, για μια γιαρά που πυορροεί. Οι λογισμοί λεν οι γέροντες πως είναι του διαβόλου... Κι ο φτωχοδιάβολος περγελάει κι επανέρχεται... δημήτριος.

Για πόσα χρόνια ακόμα θα υπάρχει τούτος ο παράδεισος; Θε να 'ρθει μια μέρα, που κανείς δεν θα τολμά να πλησιάσει αυτές τις θάλασσες και τούτα τ' ακρογιάλια. Που θα δηλητηριαστούν και θα εγκαταλειφθούν, κρανίου τόπος.  Πόσο ακόμη εν τέλει θα μπορείς να αισθάνεσαι ωραία, όταν όλοι γύρω σου θα αισθάνονται σκατά; Αν ό,τι αγάπησες πεθάνει ή το βγάλουν στο κλαρί; Κάθε παράδεισος έχει στ' αλήθεια κι ένα φίδι, κουλουριασμένο στα κλαριά του...

Ξύπνησα αλαφιασμένος και κοίταξα με ανακούφιση τριγύρα. Τα πάντα ήταν ακόμα στη θέση τους. Το φυλλάδιο του συμπαθούς ταβερνιάρη σε συνδυασμό με την ηλίαση που με είχε κουτρίσει, είχαν κάνει κακό συνδυασμό, κάτι σα χάπια μ' αλκοόλ. Ένιωσα τέτοιο πονοκέφαλο, που δε βίωσε ούτε ο Γαλυφιανάκης σε τρία απανωτά Hang Over. Το ταξίδι της επιστροφής υπήρξε σχεδόν μαρτυρικό. Ντροπιασμένος ο Πρίγκηψ των Γαϊδάρων, αρχιγάιδαρος Όττο, κατατροπωμένος απ' τον Αφέντη Ηλιάτορα, γύρισε στο λημέρι του με το κεφάλι σκυφτό, όχι τόσο από ντροπή, παρά γιατί ζύγιζε πενήντα καντάρια. Πήρα ένα αναβράζον, έπεσα σ' έναν ύπνο διορθωτικό, χωρίς -ευτυχώς- όνειρα και ξύπνησα περδίκι...

[συνεχίζεται...]

[Διαβάστε το πρώτο μέρος: Το Νησί - Ένα Ταξιδιωτικό Ανάγνωσμα]
[Διαβάστε το δεύτερο μέρος: Περσικές Τελετουργίες]
[Διαβάστε το τρίτο μέρος: Ακρογιάλια]

Πηγή: Great Chaos



Όττο: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου