Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Ο πόλεμος των Ιμπεριαλιστών και η πτώση των Οθωμανών

Στέλιος Ελληνιάδης


«Στις 28 Ιουλίου 1914, έναν μήνα μετά τη δολοφονία στο Σαράγιεβο, η αυτοκρατορία των Αψβούργων κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία. Μια σύγκρουση που ξεκίνησε ως βαλ­κανική έσυρε ταχέως τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις της Ευρώπης σε ολοκλη­ρωτικό πόλεμο. Η Ρωσία, την οποία δέσμευε η συμμαχία της με τη Σερβία, αντέδρασε απειλώντας με πόλεμο την Αυστροουγγαρία. Η Γερμανία υποστήριξε τη σύμμαχό της Αυστρία και οι σύμμαχοι της Ρωσίας, η Βρετανία και η Γαλλία, εισήλθαν με τη σειρά τους στη σύρραξη. Στις 4 Αυγούστου η Τριπλή Αντάντ ήταν σε πόλεμο με τη Γερμανία και την Αυστρία.

Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη προκάλεσε συναγερμό σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από τα υπουργικά γραφεία της Υψηλής Πύλης μέχρι τις πόλεις και την ύπαιθρο της Ανατολίας και των αραβικών εδαφών.»

Κανένας δεν μπορεί να προσδιορίσει πότε ακριβώς ξεκινάει η διαδικασία της παρακμής μιας αυτοκρατορίας. Σημαντικά γεγονότα μπορούν να δώσουν ένα στίγμα. Για παράδειγμα, ορισμένοι ιστορικοί θέτουν την ήττα των Βυζαντινών με τον Ρωμανό Δ΄ επικεφαλής από τους Σελτζούκους, στη μάχη του Μαντζικέρτ, το 1071, σαν αφετηρία της παρακμής του Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Άλλοι την κατάληψη της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204 και άλλοι πολύ αργότερα, πλησιέστερα στην άλωση του 1453. Βλέποντας, βέβαια, τα πράγματα πάντα εκ των υστέρων, γιατί από το ξεκίνημα μιας διαδικασίας μέχρι την ολοκλήρωσή της μπορεί να περάσουν και 400 χρόνια.

Με αυτό σαν κρατούμενο, και για την αφετηρία της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν συμφωνούν όλοι οι ειδικοί. Αλλά σίγουρα το τέλος της, προσδιορισμένο στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, είναι πιο ξεκάθαρο και, μάλιστα, πολύ διδακτικό. Μέσα σε είκοσι χρόνια, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δέχεται απανωτές επιθέσεις απ’ όλες τις πλευρές της, οι οποίες σε συνδυασμό με τις εσωτερικές φθορές, κρίσεις και αναταράξεις, οδηγούν στον αφανισμό της.

Το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί αφορά μία από τις μεγαλύτερες και μακροβιότερες αυτοκρατορίες στην ιστορία. Και γιατί μέσα από τον αφανισμό της γεννιέται μία νέα οντότητα, ένα νέο κράτος, σαν συνέχεια του οθωμανικού, αλλά και σε καταφανή αντίθεση με τα συστατικά του στοιχεία.

Ο πόλεμος στην Ανατολή


«Ήρθε η ώρα να αποκαταστήσουμε το οθωμανικό μέτωπο στη θέση την οποία δικαι­ούται στην ιστορία τόσο του Μεγάλου Πολέμου όσο και της σύγχρονης Μέσης Ανα­τολής. Γιατί, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γεγονός, η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο μετέτρεψε την ευρωπαϊκή σύγκρουση σε παγκόσμιο πό­λεμο. Σε αντίθεση με τις περιορισμένες αψιμαχίες στην Άπω Ανατολή και στην ανα­τολική Αφρική, στη Μέση Ανατολή διεξήχθησαν σημαντικές μάχες στη διάρκεια και των τεσσάρων ετών του πολέμου. Επιπλέον οι μάχες στη Μέση Ανατολή ήταν συχνά οι πιο διεθνείς μάχες του πολέμου, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί, ποικίλες εθνοτικές ομά­δες της νότιας Ασίας, Βορειοαφρικανοί, Σενεγαλέζοι και Σουδανοί πολέμησαν μαζί με Γάλλους, Άγγλους, Ουαλούς, Σκωτσέζους και Ιρλανδούς στρατιώτες εναντίον Τούρκων, Αράβων, Κούρδων, Αρμενίων και Κιρκάσιων στρατιωτών του οθωμανικού στρατού και των Γερμανών και Αυστριακών συμμάχων τους. Το οθωμανικό μέτωπο ήταν πραγματι­κός Πύργος της Βαβέλ, πρωτοφανής σύγκρουση ανάμεσα σε διεθνή στρατεύματα.»

Μία πτυχή, από τις σημαντικότερες, αυτής της διαδικασίας ή της φάσης, εξετάζει ο Eugene Rogan στο βιβλίο του «Η πτώση των Οθωμανών» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2016), στο οποίο πραγματεύεται τις εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εξελίξεις που καταλήγουν στην ήττα των Οθωμανών, την με επαχθέστατους όρους συνθηκολόγηση, αλλά και τα αναπάντεχα γεγονότα που στην κυριολεξία κατά την ύστατη ώρα αλλάζουν την αναμενόμενη ροή των εξελίξεων. Γεγονότα που μετριάζουν τις συνέπειες από την ήττα και δεν επιτρέπουν την εφαρμογή των όρων της συνθηκολόγησης, σε ένα τοπίο, όμως, που έχει πλέον αλλάξει εκ βάθρων.

Το 1915, οι σύμμαχοι (Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Ρώσοι) δεν μπορούν να φανταστούν ούτε τα μισά απ’ αυτά που θα ακολουθήσουν. Έχοντας φρέσκια ακόμα την των Οθωμανών από τη Μακεδονία και την Ήπειρο, και με δεδομένη την πίεση που ασκούν τα ρώσικα στρατεύματα στην Ανατολή, θεωρούν ότι μπορούν να καταλάβουν δια μέσου της Ανατολικής Θράκης την Κωνσταντινούπολη. Εξάλλου, το οθωμανικό καθεστώς, μια ασταθής κατάσταση με το κίνημα των νεοΤούρκων να έχει επιβάλλει τη βούλησή του στην Αυλή με το ζόρι, δυσκολεύεται να διαχειριστεί την κρίση και να επιλύσει τα προβλήματα διακυβέρνησης και αποτροπής του διαμελισμού της Αυτοκρατορίας.

Έτσι, ξεκινάει μια μεγάλη αποβατική επιχείρηση με επίκεντρο την χερσόνησο της Καλλίπολης στα Δαρδανέλια στην οποία συμμετέχουν βασικά οι Άγγλοι με τους συμμάχους τους από την Κοινοπολιτεία συνεπικουρούμενοι από τους Γάλλους, συνολικά 500.000 περίπου στρατιώτες. Αλλά ο μεγάλος ασθενής, με 300.000 στρατιώτες, κάνει την έκπληξη. Οι σύμμαχοι υφίστανται πανωλεθρία. Οι αμυντικές γραμμές των Οθωμανών είναι απροσπέλαστες και ο περίπατος εξελίσσεται σε μακελειό διαρκείας. Οι νεκροί, οι αγνοούμενοι και οι τραυματίες και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές έφτασαν το μισό εκατομμύριο στρατιώτες!

Οι Αγγλο-Γάλλοι μαζεύουν τα απομεινάρια τους και αποχωρούν, αλλά και οι Οθωμανοί, νικητές μεν, αλλά με τεράστιο κόστος. Ανεβαίνει το ηθικό τους που ήταν πεσμένο από τις ήττες στους βαλκανικούς πολέμους, 1912-13, και από την τραγωδία στο Σαρίκαμις, όπου μια στρατιά περίπου εκατό χιλιάδων ανδρών, τέλη 1914, θρυμματίστηκε από τους Ρώσους και από την τρομακτική παγωνιά. Όμως, οι απώλειές τους είναι πολύ σοβαρές για την επόμενη φάση του πολέμου που οι Άγγλοι και οι Γάλλοι ρίχνουν το βάρος τους στη Μέση Ανατολή, χτυπώντας τους Οθωμανούς σε πολλά μέτωπα και με τη συνδρομή αραβικών δυνάμεων που παρασύρονται από τις υποσχέσεις που οι σύμμαχοι από την αρχή δεν έχουν σκοπό να τηρήσουν.

Ινδοί και Μαορί στη Μέση Ανατολή


«Οι Βρετανοί διοικητές είχαν μάθει από την εμπειρία τους ότι στον πόλεμο χαρακω­μάτων η τύχη ευνοούσε τους αμυνόμενους. Για να βελτιώσει τις πιθανότητες των στρα­τιωτών του να διασπάσουν το τουρκικό μέτωπο, ο στρατηγός Μάρεϋ προμηθεύτηκε μερικά από τα τρομερότερα όπλα του βρετανικού οπλοστασίου. Συγκέντρωσε 4.000 οβίδες δηλητηριωδών αερίων για τον αρχικό βομβαρδισμό των οθωμανικών θέσεων. Μολονότι μετά τη δεύτερη μάχη του Υπρ τον Απρίλιο του 1915 και οι δύο πλευρές είχαν χρησιμοποιήσει ευρέως δηλητηριώδη αέρια στο Δυτικό Μέτωπο, αυτά δεν είχαν χρησι­μοποιηθεί ποτέ εναντίον των Οθωμανών. Πριν από την επίθεση δόθηκαν στους Βρετα­νούς στρατιώτες αντιασφυξιογόνες μάσκες. Φυσικά, οι Οθωμανοί στρατιώτες δεν είχαν αντιασφυξιογόνες μάσκες.»

Αυτό το κομμάτι του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, των συγκρούσεων που διεξάγονται στα πεδία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν είναι το ίδιο γνωστό με το άλλο κομμάτι ενός κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκού πολέμου επί ευρωπαϊκών εδαφών που παγκοσμιοποιείται ακριβώς λόγω της επεκτατικής πολιτικής των συμμάχων της Αντάτ στα Βαλκάνια, την Ασία και την Αφρική, αλλά και της χρησιμοποίησης στρατευμάτων από πολλές χώρες.

Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι στρατολόγησαν ανθρώπους από τις αποικίες τούς οποίους έριξαν στις πρώτες γραμμές του μετώπου, αφενός αυξάνοντας τις δυνάμεις τους έναντι των αντιπάλων και αφετέρου μειώνοντας κατά το δυνατόν τις δικές τους απώλειες, οι οποίες, παρ’ όλ’ αυτά, ήταν μεγάλες λόγω της αγριότητας με την οποία διεξήγαγαν τον πόλεμο οι αντιμαχόμενες πλευρές. Έγινε ευρύτατη χρήση των νέων εξελιγμένων όπλων, αεροπλάνων, τεθωρακισμένων, αλλά και δηλητηριωδών αερίων που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στις μάχες των χαρακωμάτων. Υπήρξαν μάχες μιας μόνο ημέρας που «κόστισαν» 100.000 νεκρούς και τραυματίες και μάχες μερικών μηνών σε μία περιοχή (π.χ. Σομ) που «κόστισαν» πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς και τραυματίες. Αλλά οι απώλειες δεν πτοούσαν τους ιμπεριαλιστές που προκειμένου να κερδίσουν ζωτικό χώρο θεωρούσαν αναλώσιμους τους ανθρώπους απ’ όπου κι αν προέρχονταν. 50 εκατομμύρια άνθρωποι επιστρατεύθηκαν για να κατασπαράξουν αλλήλους σε ένα πόλεμο ανάμεσα σε ανταγωνιστικά ιμπεριαλιστικά κράτη.

Οι αποικίες για τους αποικιοκράτες δεν ήταν προσοδοφόρες μόνο για τις πρώτες ύλες που υφάρπαζαν και τα φτηνά εργατικά χέρια που χρησιμοποιούσαν, ήταν απαραίτητες και για τους στρατιώτες που αντλούσαν, με την εξαγορά των τοπικών ηγετών, με την εξαπάτηση των πολιτών ή με τον εξαναγκασμό που ήταν και η συνηθέστερη μέθοδος. Και όπου υπήρξαν εξεγέρσεις ενάντια στη βίαιη επιστράτευση, καταπνίγηκαν με σκληρότητα.

Έτσι, «βρέθηκαν» στις ευρωπαϊκές πεδιάδες και στις αραβικές ερήμους, να πολεμούν εναντίον αγνώστων λαών, κοντά 1,5 εκατομμύριο Ινδοί και πάνω από 300.000 Αφρικανοί, από τη Σενεγάλη, το Μαρόκο, την Τυνησία, την Αλγερία, το Σουδάν, την Αίγυπτο, μέχρι και ιθαγενείς Μαορί που σύρθηκαν μαζί με 30.000 λευκούς έποικους της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας, συνεπικουρούμενους από Καναδούς, Σκωτσέζους, Ουαλούς και Ιρλανδούς της βρετανικής κοινοπολιτείας.

Σφαγές και καταστροφές


«Οι περισσότεροι σχεδιαστές του πολέμου στις χώρες της Αντάντ αντιμετώπιζαν τις μάχες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως δευτερεύουσες σε σχέση με τα κύρια θέατρα του πολέμου στο Δυτικό και το Ανατολικό Μέτωπο. Μόνο μερικοί σημαίνοντες Βρετα­νοί, όπως ο Χοράσιο Χέρμπερτ Κίτσενερ και ο Γουίνστον Τσώρτσιλ, πίεζαν να στρα­φούν οι Σύμμαχοι εναντίον των Τούρκων, πιστεύοντας λανθασμένα ότι με αυτόν τον τρόπο η Αντάντ θα εξασφάλιζε ταχέως τη νίκη εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων και έτσι θα επιτάχυνε το τέλος του πολέμου. Έχοντας υποτιμήσει τους αντιπάλους τους, οι Σύμμαχοι ενεπλάκησαν σε σημαντικές εκστρατείες -στον Καύκασο, στον Ελλήσποντο, στη Μεσοποταμία και στην Παλαιστίνη- που απέσπασαν εκατοντάδες χιλιάδες στρατι­ώτες από το Δυτικό Μέτωπο, με συνέπεια να παραταθεί ο Μεγάλος Πόλεμος.»

Οι Οθωμανοί δέχονταν επιθέσεις από τη Δύση πολλά χρόνια πριν ξεσπάσει ο Παγκόσμιος Πόλεμος και είχαν ήδη χάσει την Αίγυπτο (1881) και την Κύπρο (1878) από τους Άγγλους. Έτσι, δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα, δεχόμενοι επιθέσεις σε πολλά ταυτόχρονα μέτωπα, από τα Βαλκάνια και τον Καύκασο μέχρι τη Λιβύη και το Ιράκ, να υπερασπιστούν τα εδάφη που κατείχαν. Ούτε την τεχνολογία διέθεταν ούτε τους αναγκαίους πόρους. Εξάλλου, οι Οθωμανοί είχαν προσπαθήσει να μην εμπλακούν στον πόλεμο μεταξύ των συμμάχων της Αντάτ και των Κεντρικών Δυνάμεων, αλλά έχοντας αποτύχει να τα βρουν με τους Ρώσους, υπέκυψαν στις ασφυκτικές πιέσεις και συντάχθηκαν με τους Γερμανούς υπολογίζοντας σε μια βοήθεια σε χρήμα, υλικά και στρατό η οποία, τελικά, λόγω των αναγκών του κύριου μετώπου στην Ευρώπη, δεν ήταν επαρκής. Κι όταν οι Γερμανοί κατέρρευσαν, το 1918, οι Τούρκοι είχαν μείνει εντελώς μόνοι τους να αντιμετωπίσουν τη συνεχιζόμενη επίθεση των νικητών σε όλα τα μέτωπα.

Σ’ αυτό τον αρκετά άγνωστο πόλεμο στην Ανατολή έγιναν μεγάλες σφαγές, καταστράφηκαν ιστορικές πόλεις και χωριά, προκλήθηκαν εμφύλιες συγκρούσεις και αντί να απελευθερωθούν, όπως ελπίζανε, οι λαοί από την οθωμανική κυριαρχία, υποτάχθηκαν στους Άγγλους και τους Γάλλους, οι οποίοι χάραξαν τα σύνορα με βάση τη μοιρασιά που έκαναν μεταξύ τους μην λαμβάνοντας καθόλου υπόψη τους τις ανάγκες και τους πόθους των λαών, των εθνών και των φυλών της περιοχής που ήταν φορείς πολύ σημαντικών και μακραίωνων πολιτισμών. Γι’ αυτό, αμέσως μετά την κατάκτηση, ξεκίνησαν νέοι αγώνες, ηρωικοί και αιματηροί με πολύ μεγάλη ένταση και αμέτρητες θυσίες, αποτέλεσμα –κυρίως- των εκκρεμοτήτων που δημιούργησαν οι αποικιοκράτες και της υπονομευτικής και διασπαστικής εμπλοκής τους που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, προκαλώντας χάος, καταστροφή και δυστυχία.

Οι απρόβλεπτοι παράγοντες


«Ο Μεγάλος Πόλεμος μετασχημάτισε τη σύγχρο­νη Μέση Ανατολή. Ουσιαστικά κανένα τμήμα της περιοχής δεν γλίτωσε από τις κατα­στροφές του πολέμου. […] Μάχες διεξήχθησαν στην επικράτεια των σύγχρονων κρατών της Αιγύπτου, της Υεμένης, της Σαουδικής Αραβίας, της Ιορδανίας, του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής, της Συρίας, του Λιβάνου, του Ιράκ, της Τουρκίας και του Ιράν. […] Τα σύνορα της μεταπολεμικής διευθέτησης αποδείχθηκαν τεχνητά και γέννησαν τις μεταπολεμικές συγκρούσεις. […] Έναν αιώνα μετά τα σύνορα της Μέσης Ανατολής παραμένουν διαμφισβητούμενα και ευμετάβολα.»

Η πολιτική των συμμάχων ήταν εξ αρχής ευδιάκριτη. Δεν επιζητούσαν την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τον ίδιο τρόπο που επιζητούσαν την ήττα της Γερμανίας. Το σχέδιο τους ήταν να περιορίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε ένα κρατίδιο που θα αποτελείται από την υπό κηδεμονία Κωνσταντινούπολη και ένα μικρό κομμάτι στο ασιατικό μέρος. Όλη η υπόλοιπη επικράτεια που περιλαμβάνει όλη τη Μέση Ανατολή, το μεγαλύτερο τμήμα της Μικράς Ασίας, τη Βόρεια Αφρική, τη Θράκη κ.λπ. θα διαμοιραζόταν. Οι Άγγλοι θα έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος, οι Γάλλοι τη Συρία, οι Έλληνες τη Σμύρνη με την ενδοχώρα της και μεγάλο τμήμα της Θράκης, οι Ιταλοί το παράκτιο νότιο τμήμα της Μ. Ασίας, οι Ρώσοι τις βορειοανατολικές επαρχίες και η ανατολική Ανατολία θα μοιραζόταν ανάμεσα στους Αρμένιους και τους Κούρδους. Ο Βόσπορος, ο Ελλήσποντος και η Προποντίδα θα ελέγχονταν από διεθνή επιτροπή. Αφού ξεπεράστηκαν οι μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας αντιθέσεις, όλα αυτά συμφωνήθηκαν στο Σαν Ρέμο, τον Απρίλιο του 1920. Και τον Αύγουστο του 1920, η οθωμανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να υπογράψει την ταπεινωτική συνθήκη των Σεβρών αποδεχόμενη το διαμελισμό της εδαφικής της επικράτειας κατά τα παραπάνω.

Μερικά, όμως, γεγονότα, απρόβλεπτα, σε συνδυασμό με την υποτελή στάση της κεντρικής εξουσίας και την αποδοχή των εξευτελιστικών όρων, υπονόμευσαν και τελικά ακύρωσαν την επιβεβλημένη συνθήκη ειρήνης. Η επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, η εκστρατεία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και η επανάσταση των Τούρκων στην Ανατολία υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, εμπόδισαν και τελικά απέτρεψαν την εφαρμογή της επαχθούς για τους Οθωμανούς συνθήκης με τα γνωστά, και πολύ οδυνηρά για τους Έλληνες, αποτελέσματα. Οι Τούρκοι, σαν Τούρκοι πλέον και όχι σαν Οθωμανοί, ανατρέποντας τους σχεδιασμούς των νικητών, αποκτούσαν κράτος ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Και ένα νέο ιστορικό κεφάλαιο άρχιζε…

Πηγή: e-dromos.gr



Δρόμος της Αριστεράς: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου