Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Είναι όλα στη ζωή «εκ γενετής»;

Το Facebook και, εν γένει, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι μέρος της ζωής πολλών από εμάς, είτε θέλουμε να το παραδεχθούμε είτε όχι. Τα περίφημα, λοιπόν, αυτά και υπέροχα (όταν χρησιμοποιούνται σωστά και με μέτρο) μέσα είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια απεικόνιση της πραγματικής ζωής και του τρόπου σκέψης μας, χωρίς ωστόσο ούτε να συμπίπτει, ούτε να αντιγράφει την πραγματική ζωή.

Το βέβαιο είναι, πάντως, ότι παρακολουθώντας συστηματικά τις αναρτήσεις συγκεκριμένων ατόμων στα (αγγλιστί) social media, μπορούμε, λίγο – πολύ, να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα, αν όχι για τον χαρακτήρα, τουλάχιστον για τον τρόπο σκέψης και – εν μέρει – για τη συμπεριφορά τους.

Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, δύο είναι τα θέματα για τα οποία έχει «βουίξει» ειδικά το Facebook, στο οποίο προσωπικά έχω λογαριασμό (δεν αντέχω να παρακολουθώ περισσότερα από ένα αντίστοιχο μέσο): το «επεισόδιο» στο Δίστομο ανάμεσα στον Μανόλη Γλέζο και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και το Athens Pride 2017, με όλες τις παραμέτρους και τα συμπαρομαρτούντα τους.

Στην αντίληψή μου υπέπεσαν τοποθετήσεις υπέρ ή κατά της μίας ή της άλλης πλευράς, με περισσότερο ή λιγότερο «βάθος», με περισσότερο ή λιγότερο πειστικά επιχειρήματα. Είδα,  όμως, και αρκετές αναρτήσεις γεμάτες μίσος, μένος και προσωπική εμπάθεια προς κάποια από τις εμπλεκόμενες πλευρές, που ελάχιστα τιμούν αυτούς/-ές που τις έκαναν. Με αυτές, θα προσπαθήσω να μην ασχοληθώ σε αυτό το κείμενο· ούτως ή άλλως, διαβάζοντάς τις το μόνο συναίσθημα που μου προκαλούν είναι οργή, κυρίως για το πόσο σκατόψυχος μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος απέναντι σε συνανθρώπους του.

Επέλεξα δύο δηλώσεις που έγιναν έξω από τα social media, αλλά σχολιάστηκαν ποικιλοτρόπως εντός αυτών. Τη δήλωση του Μανώλη Γλέζου, ακριβώς στο «επεισόδιο» του Διστόμου με την Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον Γερμανό πρεσβευτή στην Ελλάδα, ότι «το παιδί του εγκληματία όσα εγκλήματα κι αν έχει κάνει ο πατέρας και η μάνα του δεν ευθύνεται για αυτά» και την παλιότερη (περυσινή;) του ηθοποιού (και δηλωμένου ομοφυλόφιλου) Χρήστου Σιμαρδάνη, ότι δεν νιώθει καμία υπερηφάνεια που είναι γκέι, αφού, κατά τα λεγόμενά του, κάτι τέτοιο θα ήταν «σαν να λες “είμαι περήφανος που έχω αυτιά”. Δεν μπορείς να είσαι περήφανος επειδή είσαι θηλαστικό ή επειδή έχεις δύο αυτιά».

Και οι δύο δηλώσεις εισάγουν προς συζήτηση ένα διόλου ασήμαντο ζήτημα: το κατά πόσον αυτό που είμαστε είναι προϊόν και αποτέλεσμα της γενετικής μας προδιάθεσης ή διαμορφώνεται από το άμεσο και ευρύτερο κοινωνικό μας περιβάλλον.

Εάν εμπιστευθούμε αυτό που μας λέει η επιστήμη της Βιολογίας, τότε ο κάθε άνθρωπος διαμορφώνεται κατά – περίπου – 15% με βάση αυτά που περιέχει ο γενετικός του κώδικας και κατά 85% με βάση τις επιδράσεις που δέχεται από το κοινωνικό του περιβάλλον. Υπό αυτήν την έννοια, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι επί το πλείστον «αυτό που είναι» sui generis, δηλαδή αυθύπαρκτα και με βάση το DNA που κουβαλάει, αλλά «είναι αυτό που γίνεται» μέσα από μια πολύπλοκη διαδικασία καθημερινών αλληλεπιδράσεων με τον περιβάλλοντα κόσμο της.

Ο Μανώλης Γλέζος, με μία και μόνη φράση βάζει, έμμεσα και άμεσα, στο τραπέζι δύο σημαντικές παραμέτρους: Πρώτον, ότι κάποιος που έγινε στη ζωή του εγκληματίας δεν σημαίνει ότι ήταν προορισμένος εξαρχής να γίνει οπωσδήποτε τέτοιος, αλλά διαμορφώθηκε μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες ως τέτοιος. Δεύτερον, ότι τα εγκλήματα που διέπραξαν οι πρόγονοι κάποιου δεν είναι δυνατό να βαρύνουν, «κληρονομικώ δικαιώματι», τον ίδιο. Το εάν θα γίνει κι αυτός εγκληματίας είναι κάτι που βαρύνει αποκλειστικά τον ίδιο και τις επιλογές του, που γίνονται – όπως προείπαμε – σε συνθήκες αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον του.

Το ίδιο ακριβώς που ισχύει για την εγκληματικότητα ισχύει για δεκάδες, εκατοντάδες μάλλον, άλλα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και  συμπεριφορές, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που καθορίζονται, σε έναν βαθμό, από τη γενετική μας προδιάθεση. Ακόμη και οι τελευταίες, για να λάβουν «σάρκα και οστά» θα πρέπει το περιβάλλον να συμβάλει, ώστε αυτά να εκδηλωθούν και να αναπτυχθούν, είτε μιλάμε για «θετικά» χαρακτηριστικά, είτε για «αρνητικά».

Επιπλέον: Ο συνδυασμός γενετικής προδιάθεσης και αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον κατά περίπτωση μεγιστοποιεί ή ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες να εκδηλωθεί το α' ή το β' χαρακτηριστικό σε κάθε άνθρωπο. Και πάλι, ωστόσο, δεν υπάρχει απόλυτο μέτρο και απόλυτος κανόνας, απλώς αλλάζει  κατά περίπτωση προς τα πάνω ή προς τα κάτω το ποσοστό των πιθανοτήτων.

Εάν κάνουμε το σφάλμα να απολυτοποιούμε κατά περίπτωση χαρακτηριστικά και συμπεριφορές ατόμων και συλλογικοτήτων (με την ευρεία έννοια), θα καταλήξουμε στο χειρότερο ατόπημα που μπορεί να υποπέσουν άνθρωποι δημοκρατικών (πολλώ δε μάλλον αριστερών, όλων των αποχρώσεων) πεποιθήσεων: στην απόδοση συλλογικής ευθύνης, κάτι που είναι χαρακτηριστικό των αυταρχικών και σκοταδιστικών ιδεοληψιών όλων των αποχρώσεων.

Στο παράδειγμα του Διστόμου, κάτι τέτοιο θα μας οδηγούσε να βλέπουμε όλους τους Γερμανούς όλων των γενεών να θεωρούνται συλλήβδην «ναζί» και να καταδικάζονται στο πυρ το εξώτερο. Υπενθυμίζω, ότι η περίοδος εξουσίας των ναζιστών στη Γερμανία κράτησε όλα κι όλα 12 χρόνια. Επίσης, στα ναζιστικά εγκλήματα συμμετείχαν άτομα με συγκεκριμένες πεποιθήσεις, σίγουρα όμως όχι όλοι οι Γερμανοί πολίτες της εποχής. Αντιθέτως, κάποιοι πολέμησαν σθεναρά εναντίον του ναζισμού με κόστος ζωής. Για όσος τυχαίνει να το αγνοούν, 4,5 εκατομμύρια Γερμανοί πολίτες κλείστηκαν, κατά τα χρόνια της ναζιστικής εξουσίας, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ακριβώς επειδή ήταν αντιφασίστες!...  Επίσης, επιβεβαιωμένα τη ναζιστική ιδεοληψία την είχαν αποδεχθεί όχι μόνο Γερμανοί. Η κατηγορία, ωστόσο, περί «συλλογικού ναζισμού» κατά περίεργο τρόπο ακούγεται μόνο για τους Γερμανούς, παρόλο που υπάρχουν καταγεγραμμένες θηριωδίες κατά την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου «ισάξιες», αν όχι ακόμη μεγαλύτερες, από πολλά εγκλήματα των Γερμανών ναζί, τις οποίες διέπραξαν συνεργάτες τους άλλων εθνικοτήτων. Οι δωσίλογοι του Στεπάν Μπαντέρα στην Ουκρανία και οι Ούστασι του Άντε Πάβελιτς στην Κροατία είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα και, σίγουρα, όχι τα μοναδικά.

Εάν, παρόλα αυτά, ακολουθήσουμε παρόμοια ισοπεδωτική «λογική» και σε άλλες περιπτώσεις, τότε πιθανόν τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους θα έπρεπε να τους έχουμε γενικώς... για πέταμα, αφού «ανέχθηκαν» 40 και 50 χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας «χωρίς να αντιδράσουν» (έτσι νομίζουν μερικοί/-ές). Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι θα έπρεπε να θεωρούνται συλλήβδην οπαδοί της αποικιοκρατίας, αφού οι χώρες τους επί περίπου 3 αιώνες έκαστη ήταν αποικιοκρατικές δυνάμεις, ενώ... εμείς οι ίδιοι, μετά από 400 χρόνια τούρκικης σκλαβιάς, πιθανότατα θα έπρεπε να θεωρούμαστε περίπου... «γιουσουφάκια» (αν είχαμε, στο μεταξύ, αλλάξει και θρήσκευμα σε αυτά τα χρόνια, πιθανόν να έπρεπε να αποκαλούμαστε σήμερα έως και... τζιχαντιστές)!!!

Τέτοιου είδους «λογικές» είναι και αστήριχτες και ατελέσφορες και ξένες προς το αξιακό φορτίο οποιουδήποτε δημοκρατικού – αριστερού – προοδευτικού ανθρώπου στην ευρύτερη έννοια και των τριών όρων. Επιπλέον, δημιουργούν εστίες έντασης ανάμεσα σε ανθρώπους με κοινές, επί το πλείστον, πεποιθήσεις και, αντί να τους φέρνουν πιο κοντά για να συζητήσουν τα σοβαρά επίδικα της τρέχουσας περιόδου και να επιζητούν συγκλίσεις και κοινές δράσεις, υπερτονίζουν τα σημεία απόκλισης, τους απομακρύνουν και, τελικά διευκολύνουν τις πολιτικές διαιρέσεις. Και, για να ξέρετε, ο μόνος ωφελημένος και ο μόνος που χαίρεται από κάτι τέτοιο, είναι το σύστημα που κατατρώει όλους/-ες μας...

Ας έρθουμε τώρα και στη δήλωση του Χρήστου Σιμαρδάνη, την οποία μάλιστα αρκετοί/-ες αναπαρήγαγαν ως «λεβέντικη» και «συγκινητική» στάση απέναντι στο Athens Pride. Για πολλούς/-ές το θέμα είναι από μόνο του «πιασάρικο»: ένας δηλωμένος γκέι καταφέρεται εναντίον μιας εκ των κορυφαίων εκδηλώσεων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Ας ξεκαθαρίσουμε εδώ, ότι κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να του αρέσει, από αισθητικής ή άλλης άποψης, ένα αντίστοιχο γεγονός, είτε είναι μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, είτε ετεροφυλόφιλος. Ούτε το να μην του αρέσει για οποιονδήποτε λόγο τον μετατρέπει απαραιτήτως και αυτομάτως σε «ομοφοβικό», «ρατσιστή» και άλλα παρόμοια, που θα ήταν απολύτως γραφικά, εάν δεν αναπαράγονταν σε τέτοιο εύρος.

Σημασία, ωστόσο, εδώ έχει η αιτιολόγηση που δίνει ο Χρ. Σιμαρδάνης στη θέση του αυτή: θεωρεί την ομοφυλοφιλία (τη δική του και των άλλων) ως «σημείο εκ γενετής», για το οποίο, από τη στιγμή που είναι τέτοιο, δεν μπορεί να αποτελεί λόγο υπερηφάνειας.

Οι απόψεις για το εάν ο προσδιορισμός της σεξουαλικότητας (προσοχή: όχι του φύλου!) γίνεται εκ γενετής διίστανται, ωστόσο εγώ προσωπικά δεν θα σταθώ σε αυτό και, μάλιστα, για την οικονομία της συζήτησης θα αποδεχθώ ακριβώς την θέση που λέει ότι ο προσδιορισμός γίνεται εκ γενετής. Θα επιστρέψω, ωστόσο, σε αυτό που έχω πει αρκετά νωρίτερα: ότι ο γενετικός παράγοντας επηρεάζει την τελική διαμόρφωση ενός ατόμου κατά ποσοστό – περίπου – 15%. Όλο το υπόλοιπο είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, ανθρώπινο και φυσικό.

Υπό αυτό το πρίσμα, ένας άνθρωπος που γενετικά έχει την προδιάθεση να γίνει ομοφυλόφιλος δεν είναι διόλου σίγουρο ότι, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να το εκδηλώσει. Ακόμη, όμως, και να το εκδηλώσει, δεν είναι διόλου σίγουρο ότι το περιβάλλον του θα τον υποδεχθεί «μετά βαΐων και κλάδων». Για την ακρίβεια, στην συντριπτική πλειονότητα των κοινωνιών που ζούμε, η θέση των ομοφυλόφιλων (και εν γένει της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας) είναι από μειονεκτική έως δραματική, όπως είναι αντίστοιχα και πολλών άλλων κοινωνικών ομάδων, που διακρίνονται με βάση άλλα χαρακτηριστικά (ταξικά, φυλετικά κοκ).

Σε αυτές τις συνθήκες, η ανοιχτή παραδοχή κάποιου ότι είναι άτομο ΛΟΑΤΚΙ και η εκδήλωση της υπερηφάνειάς του γι’ αυτό σημαίνει απλώς ότι «σπάει το κουκούλι» των κοινωνικών συμβάσεων που τον θέλουν πολίτη β’ κατηγορίας, μη υπολογίζοντας μάλιστα τις όποιες – προσωρινές ή μη – συνέπειες από κάτι τέτοιο.

Και ακριβώς αυτή η ανοιχτή παραδοχή είναι που, κατά κάποιον τρόπο, «δημιουργεί» το ΛΟΑΤΚΙ άτομο μέσα στη ζωή, πέραν της όποιας γενετικής προδιάθεσης.

Εάν κάποιος θεωρήσει ότι τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα καθορίζονται μόνο από την σεξουαλικότητά τους θα διαπράξει άλλο ένα τεράστιο σφάλμα. Με την ίδια λογική πχ στο φυλετικό ζήτημα, θα έπρεπε κατ’ αναλογία να «παραδεχθούμε» ότι οι μαύροι (οι λευκοί, οι ερυθρόδερμοι κλπ) καθορίζονται ως άτομα μόνο από το χρώμα της επιδερμίδας τους, κάτι που αποτελεί, ασφαλώς, χοντροκομμένη υπεραπλούστευση. Τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα είναι άνθρωποι με τις δικές τους ευαισθησίες, την δική τους (ποικιλόχρωμη και καθόλου μονοσήμαντη) αισθητική και τα δικά τους προβλήματα, πολλά από τα οποία έχουν αμιγώς πολιτική και κοινωνική χροιά. Και έχουν κάθε λόγο να νιώθουν υπερήφανοι, όχι μόνο και όχι τόσο για το ότι ανήκουν στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, αλλά επειδή βρίσκουν το θάρρος να σπάζουν τις κοινωνικές συμβάσεις και να συμβάλλουν, με τον τρόπο τους, στη δημιουργία κοινωνιών πιο ανοικτών, ανεκτικών και, σε τελική ανάλυση, δημοκρατικών.

Απαντώντας, λοιπόν, στο ερώτημα του τίτλου, η θέση του υποφαινόμενου είναι ξεκάθαρη: ο «εκ γενετής» παράγοντας επηρεάζει τη ζωή μας πολύ λιγότερο απ’ όσο οι δικές μας επιλογές, για τις οποίες έχουμε κάθε δικαίωμα (μερικές φορές και υποχρέωση) να αισθανόμαστε ή όχι υπερήφανοι



Βασίλης Μακρίδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου