Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017

Το Πορτραίτο

Εύα Πετροπούλου-Λιανού


Μια φορά κι ένα καιρό, στη μακρινή εξωτική Ζαριστάν, ζούσε ένας γεωργός. Τον έλεγαν Ζαχίρ. Ήταν άνθρωπος καλός και υπομονετικός. Αγαπούσε τη γη σαν να ήταν η οικογένειά του. Κάθε μέρα σηκωνόταν πριν την ανατολή του ήλιου και πήγαινε στο χωράφι του, να το καθαρίσει και να το οργώσει. Έπρεπε γρήγορα να ετοιμάσει το χώμα για τους σπόρους που θα έσπερνε την άνοιξη. Ο Ζαχίρ κάθε τόσο καθάριζε με την τσουγκράνα του το χωράφι του από τα ξερά χόρτα, και τότε σταματούσε και κοιτούσε τον ουρανό. Θαρρείς και έλεγε ένα μεγάλο ευχαριστώ εκεί ψηλά στα σύννεφα, στον ήλιο, στα πουλιά ή κάπου αλλού.

Όταν έφτανε το απόγευμα σταματούσε να φάει μια μπουκιά από το κολατσιό του. Και αφού τέλειωνε... Έπιανε πάλι την τσουγκράνα του μέχρι που νύχτωνε και, αποκαμωμένος πια, επέστρεφε στο σπίτι του.

Η ζωή του Ζαχίρ, για χρόνια, ήταν σκληρή και μοναχική και ούτε φίλους είχε για να μοιραστεί τα καθημερινά. Ούτε γείτονες έμεναν δίπλα στο, απομακρυσμένο από την πόλη Ζαριστάν, σπίτι του. Στην πόλη της Ζαριστάν οι παραδόσεις ήταν πολύ σημαντικές και οι κάτοικοι τις ακολουθούσαν κατά γράμμα. Έτσι, λοιπόν, ο Ζαχίρ, μιας και ήταν πολύ φτωχός χωρίς καθόλου χρήματα και χωράφια, ούτε να παντρευτεί μπορούσε. Στη χώρα της Ζαριστάν οι γυναίκες ήταν λίγες και οι οικογένειές τους σχεδόν τις πουλούσαν σε πλούσιους γαιοκτήμονες, έτσι ώστε να μπορέσει να επιβιώσει και η υπόλοιπη οικογένεια. Άδικο για τις γυναίκες της Ζαριστάν. Δεν γνώριζαν ποτέ την αληθινή αγάπη. Αλλά και πολλοί άντρες της Ζαριστάν έμεναν μόνοι, αφού δεν είχαν χρήματα και υπάρχοντα για να διαλέξουν τη μελλοντική νύφη.

Αυτά ήταν τα ήθη και τα έθιμα όμως. Ο Ζαχίρ ήξερε το ριζικό του. Αλλά δεν ήθελε να μείνει μόνος. Αποφάσισε, λοιπόν, ν’ αλλάξει το μέλλον του. Σκεπτόταν όλη τη νύχτα πώς θα μπορούσε ν’ αλλάξει τη ζωή του. Το επόμενο πρωί κατέβηκε στο παζάρι της Ζαριστάν. Αγόρασε λογής λογής μπαχάρια και χρώματα και έλαια μεθυστικά. Πήρε και ένα καραβόπανο και μπόλικα ξύλα. Όταν τέλειωσε με τις αγορές του, επέστρεψε στο σπίτι του. Άδειασε όλα τα ψώνια πάνω στο τραπέζι. Στην αρχή δεν ήξερε για ποιο λόγο τα αγόρασε όλα αυτά, θαρρείς και μια μαγική δύναμη τον έσπρωξε να το κάνει.

Άνοιξε τα μπαχάρια και τα δοχεία με τα αρωματικά έλαια, τα έβαλε σε μεγάλα καζάνια και άρχισε να τα ανακατεύει για ώρες. Όλη μέρα και όλη νύχτα τ’ ανακάτευε κι έλεγε λόγια αγάπης. Πρόσθεσε στα καζάνια μερικά φρούτα εξωτικά και άλλα βοτάνια. Όλο αυτό το μείγμα άρχισε να μετατρέπεται σε μια παχύρρευστη κρεμώδη υφή. Ο Zαχίρ άπλωσε το καραβόπανο στο τραπέζι και άρχισε να κόβει το ύφασμα σε σχήμα ενός ανθρώπου. Όλη τη νύχτα πάλευε ο γεωργός με το πανί και ξημερώματα πια, πήρε μερικά πινέλα κι άρχισε να μπογιατίζει αυτό το απρόσωπο πανί.

Ο γεωργός επί δυο μερόνυχτα συνέχιζε να ζωγραφίζει πάνω στο πανί, δεν έτρωγε, δεν έπινε ούτε νερό. Εγκατέλειψε το χωράφι του και τη σοδειά του. Ήταν τόσο απασχολημένος με το πανί του και τις μπογιές του. Ίσως να αποτύπωνε τα όνειρά του. Φαινόταν πολύ απασχολημένος κι αφοσιωμένος στο έργο του. Ν’ αγγίζει το πανί με τα πινέλα του και μια πάνω, μια κάτω, γέμιζε το πανί με ζωή. Η τελευταία πινελιά. Ο Ζαχίρ πήρε τα ξύλα, τα καρφιά και ένα σφυρί και άρχισε να τα καρφώνει πάνω στο πανί.

«Νομίζω ότι είναι έτοιμο», ψιθύρισε ο γεωργός. Σήκωσε ψηλά την κατασκευή του και την κρέμασε στον τοίχο του δωματίου του. Ένας θαυμάσιος πίνακας.

Πάνω στο καραβόπανο υπήρχε μια γυναίκα. Ο γεωργός είχε ζωγραφίσει τη φιγούρα μιας γυναίκας. Με μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια αμυγδαλωτά και ένα χαμόγελο στα χείλη. Την είχε ζωγραφίσει μ’ ένα πολύ όμορφο κόκκινο φόρεμα.

Από εκείνη την ημέρα, ο γεωργός έγινε αχώριστος με το πορτραίτο του. Έδειχνε πιο χαρούμενος και αισιόδοξος. Η ζωή του ήταν γεμάτη από αγάπη και συντροφικότητα. Κάθε πρωί που ξυπνούσε, έλεγε καλημέρα στο πορτραίτο. Του μιλούσε με γλυκόλογα σαν να ήταν αληθινός άνθρωπος. Του μιλούσε για τους φόβους του και για τα όνειρά του. Όταν ο γεωργός επέστρεφε από τη Ζαριστάν έλεγε τα νέα του χωριού στον πίνακα.

Με την πρώτη ζέση του ήλιου, ο γεωργός πήγε στο χωράφι του και έσπειρε τους σπόρους. Αργότερα οι βροχές ήρθαν. Οι μέρες περνούσαν, οι μήνες περνούσαν. Το χωράφι είχε πλέον ευδοκιμήσει. Η σοδειά ήταν έτοιμη να μαζευτεί. Ο Ζαχίρ γυρνούσε σπίτι του χαρούμενος και μιλούσε στο πορτραίτο με τις ώρες, αυτή τη φορά για το χωράφι του, που είχε πλέον φυτευτεί με σπόρους και αυτοί θα μεγάλωναν, φέρνοντας μια καλή σοδειά στο γεωργό. Εξιστορούσε τα πάντα και τα ανέλυε με περίσσια χάρη μέχρι που αποκοιμιόταν. Και οι μέρες περνούσαν…

Οι μήνες. Τα χρόνια. Οι εποχές έφερναν ζωή και μπουμπούκια στα λουλούδια και φρούτα στα δέντρα. Έφερναν χιόνι στα βουνά. Και το καλοκαίρι ήρθαν τα χελιδόνια και έφτιαξαν φωλιές κάτω από τις στέγες. Ο γεωργός είχε βρει την ευτυχία μέσα από τη δημιουργία του, είχε ζωγραφίσει μια υπέροχη γυναίκα που θα ήταν πάντα εκεί μαζί του, θα τον στήριζε και θα τον καταλάβαινε όταν θα ήταν στεναχωρημένος...

Ήταν ένα θαύμα, τόση αγάπη συγκεντρωμένη. Ο Ζαχίρ δεν ένιωθε πια μόνος. Η απογοήτευση και η κατήφεια είχαν περάσει πια. Φάνταζαν σαν αναμνήσεις από μια άλλη ζωή. Τώρα είχε συντροφιά: το πορτραίτο. Μερικές φορές ένιωθε ότι ήταν ζωντανό, γιατί έμοιαζε να του χαμογελάει σε κάθε αστεία ιστορία του. Αλλά και στις στενάχωρες στιγμές θαρρείς το πρόσωπο του πορτραίτου καταλάβαινε και... τα μάτια του γίνονταν πιο θλιμμένα.

Τέτοιες στιγμές γεμάτες από αγάπη και συμπόνια ζούσε ο γεωργός. Μέχρι που μια μέρα, μετά από χρόνια πολλά, τα μαλλιά του άσπρισαν και το πρόσωπό του γέμισε ρυτίδες. Το σώμα του έγινε βαρύ σαν μολύβι. Ο γεωργός ξάπλωσε στο κρεβάτι του έχοντας το πορτραίτο αντικριστά για να το κοιτάει. Έκλεισε τα μάτια του, με ένα χαμόγελο στα χείλη....

Το επόμενο πρωί, ο ήλιος ανέτειλε λαμπερός. Ο γεωργός δεν άνοιξε ποτέ ξανά τα μάτια του.

Και έμεινε το πορτραίτο μονάχο του, να κοιτάει τον δημιουργό του. Ένα δάκρυ φάνηκε να κυλάει από τα μάτια της γυναίκας με τα μαύρα μαλλιά και τα αμυγδαλωτά μάτια.




Εύα Πετροπούλου-Λιανού: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου