Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Κάτι δικό της για τα μάγια

Γελωτοποιός


Γύρισε στο σπίτι φλεγόμενος κι έπεσε στο κρεβάτι. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν σηκώθηκε, ούτε για να φάει.

«Καλύτερα ήσουν πρώτα».

Αυτό ήταν το μόνο που του είπε η μάνα του.

Όταν σηκώθηκε πήγε στην ταβέρνα για να πιεί. Κρασί δεν είχε ξαναβάλει στο στόμα του κι ούτε τον είχαν δει να κάθεται εκεί μέσα. Αλλά ξεκίνησε να πίνει και να παραληρεί. Σε λίγες ώρες όλο το χωριό έμαθε τι είχε πάθει ο νεκρός, ποιαν είχε αγαπήσει. Και γελούσαν.

Τη δεύτερη νύχτα που ξαναπήγε για να πιει τον πλησίασε ο Σπύρος, ο ταβερνιάρης.

«Τζάμπα βογκάς, παλικάρι μου», του είπε. «Δεν γίνεται τίποτα μ’ αυτή. Κοίτα να βρεις καμιά κοπέλα της σειράς σου κι άσε τα μεγαλεία. Ή τράβα κρυφά στη χήρα, να ξελαμπικάρεις λίγο, να δει κι εκείνη τη χαρά στα σκέλια της.»

«Δεν με νοιάζουν οι χήρες. Εγώ εκείνη θα πάρω», απάντησε ο Αλέξης.

«Εκείνη είναι πλούσια. Ούτε το σάλιο της δεν θα χαραμίσει μαζί σου.»

«Τότε θα γίνω πλούσιος κι εγώ.»

«Πλούσιοι γίνονται οι πλούσιοι. Εμείς αν έχουμε να τρώμε πρέπει ν’ ευγνωμονούμε τον θεό.»

«Κι ο Σεράφης;»

Ο Σεράφης ήταν κτηνοτρόφος. Με πολλή δουλειά και χάρη στις σχέσεις του με τους πολιτικούς του νομού κατάφερε να ‘χει χίλια κεφάλια. Κι είχε χτίσει δεύτερο όροφο στο σπίτι του πατέρα του.

«Αυτός είχε κάτι για ξεκίνημα. Εσύ δεν έχεις ούτε κότα. Και μην μπερδεύεις τον σπουργίτη με τον αετό. Πού να φτάσει ο Σεράφης τον Πρωτονοτάριο;»

Μπλέχτηκε κι ο παπάς στην κουβέντα, πιστός θαμώνας του καπηλειού, κρασοπατέρας απ’ τους πρώτους. Είπε στον Αλέξη ότι ο Πρωτονοτάριος ήταν άρχοντας είκοσι γενιές πίσω. Με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου μιλούσε. Από εκείνον κι απ’ την εκκλησία είχε πάρει όλα τα κτήματα. Κι όταν ήρθαν οι Τούρκοι τα ‘χε καλά και μ’ αυτούς. Και με την επανάσταση δεν έχασε τίποτα. Οι υπουργοί τρέχανε στον Πρωτονοτάριο και τον παρακαλούσαν για να τους βγάλει. Ό,τι έλεγε εκείνος ψήφιζε ο κόσμος. Ο ίδιος ο Μεταξάς είχε φάει στο σπίτι του.

«Και τώρα τα ‘χει πλακάκια με τους Γερμανούς. Τι τα θες;» είπε ο παπάς. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι πάνω από μας, νομίζουν ότι είναι πάνω κι απ’ τον θεό τον ίδιο. Πόσα χρόνια τον παρακαλώ να συνδράμει για να φτιάξουμε την εκκλησία. Ούτε που απάντησε στα γράμματα μου.»

Έκατσε δίπλα κι ο κουρέας, έκατσε κι ο Ζαχαρίας που ‘χε το λιοτρίβι, έκατσαν όλοι οι άντρες που ‘χαν μείνει στο χωριό για να συμβουλέψουν τον νέο. Μα ‘κείνος δεν άκουγε. Του είχαν πατήσει το μυαλό τα πόδια της Λήδας.

«Θα φύγω να πάω στην Αμερική… Και θα γυρίσω πίσω πιο πλούσιος από κείνον», είπε ο Αλέξης.

«Τράβα να την πάθεις σαν τον θειό σου, τον Θανάση, που πήγε στην Αμερική και χάθηκε», του ‘πε ο Σπύρος.

«Τι να ‘γινε κι αυτός;» ρώτησε ο Ζαχαρίας.

Και πιάσαν την κουβέντα για τον χαμένο Θανάση. Ο Αλέξης τους άκουγε μα δε μιλούσε. Έψαχνε να βρει λύση στο πρόβλημα του. Κι αν σκότωνε τον πατέρα τι θα γινόταν; Υπήρχε ο αδελφός της Λήδας, ο πρωτότοκος, που ‘χε δικαίωμα σε όλα, και στην αδελφή του ακόμα. Εκείνος θ’ αποφάσιζε ποιον θα παντρευόταν.

«Μάγια θα του κάναν, να το δεις», είπε ο κουρέας για τον χαμένο Μερικάνο του χωριού.

«Ουφ κι εσύ», έκανε ο παπάς. «Στην Αμερική δεν πιάνουν τα μάγια και τα θαύματα. Εκεί πιστεύουν σ’ άλλα.»

Τότε ο Αλέξης πετάχτηκε πάνω. Χωρίς να πει τίποτα, χωρίς και να πληρώσει για κρασιά του, χωρίς να καληνυχτίσει, σηκώθηκε κι έφυγε.

«Να δεις που αυτός θα ‘χει κακό τέλος», είπε ο Σπύρος.

«Με τέτοια αρχή που είχε τι άλλο περιμένεις;» έκανε ο παπάς κοιτώντας τον νεαρό που έφευγε σαν να τον είχαν προγκήξει διαβόλοι.

Μα ο Αλέξης ήξερε πού πήγαινε. Ανέβηκε το δρόμο μέχρι το σπίτι της γητεύτρας. Της χτύπησε μια και δυο. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα κι ας φώτιζε το φεγγάρι σαν μέρα. Κάποια στιγμή του άνοιξε. Αναμαλλιάρα όπως ήταν πάντα.

«Τι έγινε;» του είπε. «Πεθαίνει κανείς;»

«Εγώ πεθαίνω», έκανε ο Αλέξης και μπήκε μέσα.

Στάθηκε όρθιος στο δώμα κι είπε στη γητεύτρα, χωρίς προλόγους και φτιασίδια: «Να της κάνουμε μάγια!»

«Ποιανής;» ρώτησε η γητεύτρα που ‘ταν αργή απ’ τον ύπνο κι έβλεπε κι όνειρο με τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά.

«Της Λήδας. Να της κάνουμε μάγια να μ’ αγαπήσει.»

Η γητεύτρα σκέφτηκε τι άκουσε, μετά κατάλαβε τι άκουσε.

«Της Λήδας του Πρωτονοτάριου; Δεν είσαι με τα καλά σου. Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα. Δεν μαγεύεις αρχόντισσα έτσι απλά.»

«Θα σου δώσω ό,τι θες.»

Η γητεύτρα γέλασε.

«Τι έχεις να μου δώσεις, καημένε;»

«Θα σε υπηρετώ. Ό,τι θέλεις θα το κάνω.»

«Δεν έχω ανάγκη υπηρέτη. Τράβα στη μάνα σου.»

Κι έκανε να γυρίσει στο κρεβάτι της και στον Βασιλιά.

«Στάσου!» τη φώναξε ο Αλέξης.

«Στέκομαι.»

Μόλις του ‘χε έρθει η ιδέα και γέλασε.

«Αν παντρευτώ τη Λήδα, αν της κάνεις μάγια να μ’ αγαπήσει και την παντρευτώ, τότε θα πάρω προίκα, έτσι δεν είναι;»

«Ό,τι αφήσει ο αδελφός να πάρεις», είπε η γητεύτρα.

«Και πάλι πολλά θα είναι, δεν θα ‘ναι;»

«Πιότερα απ’ όσα έχει το χωριό ολόκληρο.»

«Ωραία τότε. Τα μισά.»

«Ποια μισά;»

«Τα μισά θα τα δώσω σ’ εσένα. Ή κι όλα, δε με νοιάζει. Εγώ τη Λήδα θέλω.»

Η γητεύτρα ξερογλείφτηκε.

«Τα μισά απ’ όσα πάρεις;» είπε στον Αλέξη.

«Χωρίς τη Λήδα.»

«Τι να την κάνω αυτή; Τη μισή την προίκα.»

«Θα γίνεις πλούσια.»

«Τώρα μιλάς.»

Πήγε στο εικονοστάσι κι έκανε τον σταυρό της. Μετά γύρισε στον Αλέξη.

«Θα το κάνω», του είπε. «Αλλά η μισή προίκα δική μου.»

«Κι όλη αν θες.»

«Όχι. Μη γινόμαστε μοναχοφάηδες. Τα μισά.»

Ο Αλέξης της έδωσε το χέρι για να επιβεβαιώσει τη συμφωνία, αλλά η γητεύτρα δεν χόρταινε με συμφωνίες λόγου. Πήγε στην κουζίνα, έφτυσε το μαχαίρι της για να το καθαρίσει κι έκοψε την παλάμη της. Έπειτα έκοψε και την παλάμη του Αλέξη, έσφιξαν τα χέρια κι έφτυσε πίσω της. Έτσι, αν κάποιος αθετούσε τα λόγια του θα ‘χε να κάνει με τον Οξαποδώ, τον διάβολο αυτοπροσώπως.

«Ωραία», του πε μετά. «Τώρα θέλω να μου φέρεις κάτι δικό της.»

«Κάτι δικό της; Πού να το βρω;» είπε ο Αλέξης.

«Μάγια αλλιώς δεν γίνονται. Θέλω κάτι δικό της.»

«Σαν τι να σου φέρω; Την κάλτσα της;»

«Ό,τι μπορείς. Όσο πιο δικό της τόσο πιο ισχυρά θα ‘ναι τα μάγια. Φέρε μαλλιά.»

«Πού να τα βρω τα μαλλιά της; Κουρέας είμαι;»

«Αν την θέλεις και την αγαπάς να γίνεις και κουρέας. Τι μου το λες; Κάτι δικό της για τα μάγια, αυτό θέλω.»

Ο Αλέξης έφυγε απελπισμένος και γύρισε σπίτι. Η μάνα του τον είδε προβληματισμένο και πάλι.

«Μην πηγαίνεις κόντρα στη μοίρα σου», του είπε. «Σε κακό θα σου βγει.»

«Δεν με νοιάζει, μάνα, δεν με νοιάζει. Τόσο καιρό που ήμουν υποταχτικός στη μοίρα μου τι κέρδισα; Ας βγει όπως θέλει να βγει, αλλά θα την κάνω δικιά μου πρώτα.»

«Δεν έχεις αγάπη για κείνη», του είπε η Σοφία.

«Μπορεί γιατί εσύ δεν μου ‘δωσες ποτέ», απάντησε ο Αλέξης πηγαίνοντας προς το κρεβάτι του.
Κι η μάνα δαγκώθηκε.

~~

Τις επόμενες ημέρες ο Αλέξης παραφυλούσε για να δει τη Λήδα και να πάρει κάτι δικό της. Την έπαιρνε από πίσω στο Χελιδόνι, ελπίζοντας να της πέσει κάτι. Αλλά οι χωριάτες τον είδαν κι έπρεπε να κρυφτεί.

Μετά την περίμενε στα κτήματα του πατέρα της. Κρυβόταν μέχρι να τη δει να φεύγει κι ύστερα έτρεχε μήπως βρει καμιά τρίχα. Τίποτα δεν γινόταν, μέχρι που μια μέρα που είχε κοιμηθεί έξω, στα χωράφια, άκουσε τη Λήδα να κατεβαίνει με μια φίλη της, να γελά και να φλυαρεί για φορέματα απ’ το Παρίσι.

Τις ακολούθησε πιστά, σαν σκύλος, αλλά αθόρυβα. Κάποια στιγμή η Λήδα έκανε το ανέλπιστο. Είπε στη φίλη της να περιμένει λιγάκι και πήγε πίσω από έναν πλάτανο. Εκεί κουκούβισε, σήκωσε το φουστάνι της και κατέβασε το βρακί της. Κατούρησε κρυμμένη, πέρα απ’ τον Αλέξη που περίμενε, κι αφού ντύθηκε ξανά έφυγε χασκογελώντας.

Εκείνος περίμενε να απομακρυνθούν. Έπειτα πήγε στο σημείο όπου είχε κατουρήσει η Λήδα και πήρε ένα φύλλο. Το κράτησε προσεχτικά, για να μην πέσει το υγρό που ‘χε, και γύρισε βήμα βήμα στη Θάλαττα. Κάθε τόσο έσκυβε να μυρίσει τα ούρα της αγαπημένης του.

Στο χωριό πήγε κατευθείαν στο σπίτι της γητεύτρας.

«Στο ‘φερα», της είπε. «Κάτι δικό της.»

«Φύλλο;» έκανε εκείνη. «Δέντρο είναι η αγαπημένη σου;»

«Το ‘χει κατουρήσει.»

Η γητεύτρα φάνηκε να εκστασιάζεται.

«Κάτουρα; Το δεύτερο καλύτερο. Καλύτερο κι από μαλλιά. Γιατί έχει βγει από μέσα της.»

Του έκανε νόημα να το αφήσει στο τραπέζι της. Έπειτα έβαλε στην κατσαρόλα λίπος να μαλακώνει. Έλεγε ότι ήταν ανθρώπινο, αλλά όλοι ξέραν πως το ‘χε κρατήσει απ’ το γουρούνι των Χριστουγέννων. Έτσι κι αλλιώς αυτά τα δύο το ίδιο μυρίζουν όταν ψήνονται.

Μόλις μαλάκωσε το άνοιξε σαν πίτα. Έριξε κάποια απ’ τα βότανα που μόνο οι γητεύτρες ξέρουν, έβαλε μέσα το κατουρημένο φύλλο και το έπλασε. Μετά, ενώ έλεγε λόγια ανείπωτα κι ακατανόητα, έφτιαξε μια κούκλα που έμοιαζε με άνθρωπο και την έδεσε με κλωστές και νήματα.

«Αυτό είναι. Τέλειωσε», είπε στον Αλέξη και του έδωσε την κούκλα από σαπούνι.

«Με αγαπάει τώρα;» ρώτησε εκείνος, κρατώντας την κούκλα σαν να κρατούσε τα πόδια της Λήδας.

«Τώρα; Ούτε που σε θέλει. Για να πιάσουν τα δεσίματα πρέπει να βάλεις την κούκλα μέσα στο στρώμα που κοιμάται.»

Ο Αλέξης εξοργίστηκε.

«Μέσα στο στρώμα της! Πώς θα το κάνω αυτό;»

«Τη θέλεις;» είπε η γητεύτρα.

«Τη θέλω, αλλά αυτή… Πώς θα μπω στο σπίτι της, στο δωμάτιο της;»

«Αν τη θέλεις πραγματικά θα βρεις τρόπο. Εγώ τη μεριά μου την έκανα. Τώρα είναι δικό σου.»

Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε έξω, μην περνάει κανείς.

«Αλλά πρόσεχε!» του είπε πριν τον διώξει. «Έτσι και κοιμηθεί στο στρώμα και δέσουν τα μάγια δεν πρέπει να κοιμηθεί σ’ άλλο κρεβάτι μέχρι ν’ αλλάξει το φεγγάρι. Γιατί τότε θα χαλάσουν.»

Ο Αλέξης γύρισε στο σπίτι με την κούκλα στα χέρια. Ούτε να την κρύψει δεν σκέφτηκε, τόσο απεγνωσμένος ήταν. Η μάνα του την είδε κι έκανε τον σταυρό της, αφού πρώτα πλατάγισε τη γλώσσα της.

«Τα μαγικά σου παίρνουν δυο φορές όσα τους έδωσες», είπε στο γιο της.

«Καλά. Βρες μου εσύ έναν τρόπο να μπω στο δωμάτιο της, κι ύστερα μου λες για μαγικά… Τέτοιες συμβουλές ούτε ο εχθρός μου.»

«Ο εχθρός του εχθρού σου είναι φίλος σου», είπε η Σοφία.

Ο Αλέξης έπεσε να κοιμηθεί. Στον ύπνο του είδε τους Γερμανούς να πίνουν κρασιά στην ταβέρνα του χωριού. Παρέα μ’ έναν χοντρό που όλο έγραφε.

Ξύπνησε πριν το πρωί. Πήρε την κούκλα κι ένα σάκο κι έφυγε για να βρει τους αντάρτες, τους κομμουνιστές, τους εχθρούς του εχθρού του.

~~~

Συνεχίζεται

Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ - το δεύτερο μέρος ΕΔΩ

Πηγή: sanejoker.info



Γελωτοποιός: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου