Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Ένας κουβάς αέρα

ΕΠ. Φαντασία


Ο μπαμπάς μ' είχε στείλει να φέρω ένα παραπανίσιο κουβά αέρα. Τον είχα μόλις γεμίσει, μαζεύοντας τον με τη χούφτα και τα δάχτυλά μου είχαν παγώσει σχεδόν όταν είδα εκείνο το πράγμα.

Στην αρχή, ξέρετε, νόμιζα πως ήταν μια νεαρή κυρία. Μάλιστα, το όμορφο πρόσωπο μιας νέας γυναίκας, που έλαμπε ολόκληρο στο σκοτάδι, με κοίταζε από το πέμπτο πάτωμα της αντικρινής πολυκατοικίας, που στα μέρη μας σημαίνει στο πάτωμα ακριβώς πάνω από το πάπλωμα που σχηματίζει ο παγωμένος αέρας φτάνοντας στο ύψος των τεσσάρων ορόφων. Μέχρι τότε δεν είχα ξαναδεί νέα γυναίκα ζωντανή, παρά μόνο στα παλιά περιοδικά - η αδερφούλα μου είναι ακόμα παιδάκι και η μαμά μου που είναι άρρωστη έχει τα χάλια της - και ξαφνιάστηκα τόσο που άφησα τον κουβά να μου πέσει. Και ποιος δεν θα το πάθαινε ξέροντας πως όλοι έχουν πεθάνει στη Γη εκτός από τον μπαμπά, τη μαμά, την αδερφούλα μου και μένα;

Ακόμα και έτσι νομίζω πως δεν θα έπρεπε να ξαφνιαστώ. Όλοι μας βλέπουμε κάτι πότε - πότε. Η μαμά πρέπει να βλέπει πολύ άσχημα πράγματα, αν κρίνει κανείς από τον τρόπο που γουρλώνει τα μάτια της στο κενό και τσιρίζει και ζαρώνει μονάχα, κάτω από τις κουβέρτες που κρέμονται τριγύρω στη Φωλιά. Ο μπαμπάς λέει πως είναι φυσικό να αντιδρούμε έτσι καμιά φορά.

Όταν μάζεψα τον κουβά και μπόρεσα να ξανακοιτάξω στο αντικρινό διαμέρισμα, πήρα μια ιδέα για το πώς μπορεί να νιώθει η μαμά κάτι τέτοιες ώρες, γιατί είδα πως δεν υπήρχε εκεί καμιά νεαρή κυρία, αλλά μονάχα ένα φως - ένα μικρούτσικο φως που μετακινιόταν κλεφτά από παράθυρο σε παράθυρο, ακριβώς σαν να ήταν ένα από κείνα τα άσπλαχνα αστεράκια που είχαν κατέβει από τον ουρανό που ήταν κενός από αέρα, για να μάθει γιατί είχε φύγει η Γη από τον Ήλιο και να δοκιμάσει να βρει κάτι που θα μπορούσε να τη βασανίσει ή να την τρομάξει, τώρα που αυτή δεν είχε πια την προστασία του Ήλιου.

Σας το λέω, πως και μόνο η σκέψη αυτή, με έκανε να ανατριχιάσω. Στεκόμουν εκεί τρέμοντας και τα πόδια μου πάγωσαν σχεδόν και το κράνος μου έκανε μια τόσο συμπαγή κρούστα παγωνιάς από μέσα που δεν θα μπορούσα να διακρίνω το φως έστω και αν έβγαινε μέσα από ένα από τα παράθυρα για να με πιάσει. Τότε είχα την εξυπνάδα να ξαναγυρίσω μέσα.

Σε λίγο άνοιγα ψηλαφίζοντας το γνωστό μου δρόμο μέσα από καμιά τριανταριά κουβέρτες και χαλιά και λαστιχένια σεντόνια που ο μπαμπάς είχε κρεμάσει και στερεώσει ολόγυρα για να καθυστερήσει τη διαρροή του αέρα από τη Φωλιά και δεν φοβόμουνα πια τόσο. Αρχισα να ακούω το τικ - τακ των ρολογιών μέσα στη φωλιά και κατάλαβα πως ξαναγύριζα στον αέρα, γιατί έξω στο κενό δεν υπήρχε φυσικά ούτε ένας ήχος. Μα το μυαλό μου ανατρίχιαζε ακόμα και δεν μπορούσε να ησυχάσει καθώς χώθηκε μέσα από τις τελευταίες κουβέρτες - ο μπαμπάς τις είχε ντύσει με αλουμινόχαρτο για να κρατήσει τη ζέστη - και μπήκα στη Φωλιά.

Αφήστε με να σας διηγηθώ για τη Φωλιά. Είναι χαμηλή και αναπαυτική. Είναι ακριβώς τόσο μεγάλη, ώστε να χωράει εμάς και τα πράγματά μας. Το πάτωμα είναι καλυμμένο από χοντρά μάλλινα χαλιά. Οι τρεις πλευρές της είναι κουβέρτες και οι κουβέρτες που σχηματίζουν την οροφή αγγίζουν το κεφάλι του μπαμπά. Μου λέει πως βρισκόμαστε μέσα σε ένα πολύ μεγαλύτερο δωμάτιο, μα δεν έχω δει ποτέ μου τους πραγματικούς τοίχους ή το ταβάνι.

Δίπλα σε έναν από τους κουβερτένιους τοίχους, βρίσκεται μια ολόκληρη συλλογή από ράφια, με εργαλεία, βιβλία κι άλλα πράγματα και στο πάνω - πάνω ράφι, στέκεται μια ολόκληρη σειρά από ρολόγια. Ο μπαμπάς φροντίζει πολύ να τα έχει κουρδισμένα. Λέει πως δεν πρέπει να ξεχνούμε ποτέ την ώρα και πως χωρίς ήλιο και φεγγάρι, αυτό θα ήταν ένα πράγμα πολύ εύκολο.

Ο τέταρτος τοίχος είναι σκεπασμένος ολόκληρος με κουβέρτες εκτός από γύρω - γύρω στο τζάκι όπου καίει μια φωτιά που δεν πρέπει να σβήσει πότε. Η φωτιά μας προστατεύει από το να παγώσουμε και κάνει κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Κάποιος από μας πρέπει να την φυλάει συνέχεια. Τις πρώτες μέρες ήταν μόνο η μαμά που άλλαζε βάρδιες με τον μπαμπά, μα τώρα είμαι και εγώ που μπορώ να βοηθήσω και η αδερφούλα μου επίσης.

Εκείνος όμως που είναι ο αρχιφύλακας της φωτιάς, είναι ο μπαμπάς. Τον σκέφτομαι πάντοτε έτσι: ένας ψηλός άντρας που κάθεται σταυροπόδι και κοιτάζει στεναχωρημένος και σκυθρωπός τη φωτιά, με το ρυτιδωμένο του πρόσωπο χρυσό στο φως της, να βάζει προσεκτικά κάθε τόσο ένα κομμάτι κάρβουνο από το μεγάλο σωρό δίπλα του. Ο μπαμπάς μου λέει πως κάποτε, τον πολύ παλιό καιρό, υπήρχαν φύλακες της φωτιάς - ήταν γυναίκες και τις έλεγαν εστιάδες - μ΄ όλο που ο αέρας δεν ήταν παγωμένος και είχε και ήλιο και δεν είχαν ανάγκη από τη φωτιά στ' αλήθεια.

Ακριβώς έτσι καθόταν και τώρα, μ' όλο που σηκώθηκε γρήγορα για να μου πάρει τον κουβά και για να μου βάλει τις φωνές που χασομέρησα - πρόσεξε αμέσως το παγωμένο μου κράνος. Αυτό ξεσήκωσε τη μαμά και βάλθηκε και αυτή να μου γκρινιάζει. Προσπαθεί πάντοτε να ξεσπάσει τα συναισθήματά της, μου εξηγεί ο μπαμπάς. Την έκανε να σωπάσει αρκετά γρήγορα. Η αδερφούλα μου τσίριξε κι αυτή χαζά κανά δυο φορές.

Ο μπαμπάς τύλιξε τον κουβά με τον αέρα σε ένα κομμάτι ύφασμα. Τώρα που βρισκόταν μέσα στη Φωλιά μπορούσες να καταλάβεις καλά πόσο κρύος ήτανε. Σαν να ρουφούσε τη ζεστασιά από παντού. Ακόμα και οι φλόγες σαν να προσπαθούσαν να ζαρώσουν μακριά του, όταν ο μπαμπάς τον έβαλε δίπλα στη φωτιά.

Κι όμως είναι αυτό το ασπρογάλανο αστραφτερό πράγμα που μας διατηρεί ζωντανούς. Λιώνει αργά και χάνεται και φρεσκάρει τη Φωλιά και τροφοδοτεί τη φωτιά. Οι κουβέρτες τον εμποδίζουν να το σκάσει πολύ γρήγορα. Ο μπαμπάς θα ήθελε να κλείσει ερμητικά όλο το σπίτι, μα δεν μπορεί - ο σεισμός έχει διαστρεβλώσει πολύ το κτίριο και χώρια από αυτό, πρέπει να αφήσει ανοιχτή την καμινάδα για τον καπνό. Η καμινάδα έχει όμως μέσα της ειδικά πράγματα που ο μπαμπάς τα λέει αναχαιτήρες για να εμποδίζουν τον αέρα να ξεφεύγει πολύ γρήγορα από κει. Ο μπαμπάς αστειεύεται καμιά φορά και λέει πως δεν μπορεί να καταλάβει πως οι αναχαιτήρες δεν αναχαιτίζονται στη δουλειά τους.

Ο μπαμπάς λέει πως ο αέρας είναι μικρούτσικα άτομα που φεύγουν σαν αστραπή, αν δεν υπάρχει κάτι που να τα εμποδίσει. Πρέπει να προσέχουμε για να μην μας κατέβει πολύ η παρακαταθήκη του αέρα. Ο μπαμπάς κρατάει πάντοτε μεγάλα αποθέματα από αυτόν μέσα σε κουβάδες πίσω από τις πρώτες κουβέρτες, μαζί με τα περίσσια κάρβουνα και τις κονσέρβες με τρόφιμα και μπουκάλια με βιταμίνες και άλλα πράγματα, π.χ. κουβάδες χιόνι που το λιώνουμε για νερό. Πρέπει να κατέβουμε κάτω στο ισόγειο για αυτά τα πράγματα, που είναι μια άσχημη διαδρομή και πρέπει να περάσουμε την εξώπορτα.

Βλέπετε, όταν η Γη κρύωσε, πρώτα από όλα πάγωσε το νερό στον αέρα και σχημάτισε ένα στρώμα που είχε πάχος κάπου δέκα πόδια παντού κι έπειτα πάνω σε αυτό, έπεσαν οι κρύσταλλοι του παγωμένου αέρα σχηματίζοντας ένα άλλο στρώμα, άσπρο σχεδόν παντού, που είχε πάχος κι αυτό κάπου εξήντα ή εβδομήντα πόδια.

Είναι φυσικό πως όλα τα συστατικά του αέρα δεν πάγωσαν και δεν έπεσαν κάτω σαν χιόνι συγχρόνως.

Το πρώτο που έπεσε ήταν το διοξείδιο του άνθρακα - όταν φτυαρίζεις για να βγάλεις νερό πρέπει να βεβαιωθείς πως δεν το κάνεις πολύ ψηλά ώστε να παίρνεις και τίποτα άλλα υλικά μαζί του, γιατί θα σε κάνει να κοιμηθείς και ίσως για τα καλά και θα σβήσει και τη φωτιά. Πάνω από αυτό είναι το άζωτο, που δεν έχει καμία σημασία, μ' όλο που αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του στρώματος. Πάνω από αυτό, έτσι που να το φτάνεις εύκολα, βρίσκεται το οξυγόνο, που μας κρατάει ζωντανούς. Έχει ανοιχτό γαλάζιο χρώμα, που σε διευκολύνει να το ξεχωρίσεις από το άζωτο. Για να παγώσει το οξυγόνο χρειάζεται μεγαλύτερο κρύο από ότι χρειάζεται το άζωτο, γι αυτό και έπεσε και τελευταίο το οξυγόνο.

Ο μπαμπάς λέει πως ζούμε καλύτερα από ότι ζήσανε ποτέ οι βασιλιάδες, αφού αναπνέουμε καθαρό οξυγόνο, μα το έχουμε συνηθίσει πια και δεν το καταλαβαίνουμε.

Τελικά πάνω - πάνω είναι ένα λείο στρωσίδι από υγρό ήλιο, που είναι παράδοξο πράγμα.

Όλα αυτά τα αέρια βρίσκονται σε ξεκαθαρισμένα ξεχωριστά στρώματα, σαν μια σοκολατένια τούρτα, όπως λέει ο μπαμπάς και γελάει και ποιος τον ξέρει τι θέλει να πει με αυτό.

Βιαζόμουν τόσο πολύ να τους πω αυτό που είδα, που κόντευα να σκάσω και μόλις βγήκα μέσα από το κράνος μου και έβγαλα τη στολή μου, άρχισα να τους τα λέω. Η μαμά τρόμαξε αμέσως και άρχισε να λοξοκοιτάζει τη χαραμάδα - είσοδο ανάμεσα στις κουβέρτες και να στρίβει τα χέρια της πάνω στην απόγνωσή της - το χέρι όπου έχασε τα τρία της δάχτυλα από κρυοπαγήματα μέσα στο καλό της χέρι, όπως συνήθως. Έβλεπα πως ο μπαμπάς είχε θυμώσει μαζί μου γιατί την τρόμαξα και ήθελε να τα μπαλώσει στα γρήγορα, ήξερα όμως πως ήξερε πως δεν τους κορόιδευα.

- Και παρακολούθησες αυτό το φως αρκετή ώρα, παιδί μου; με ρώτησε σαν τελείωσα.

Δεν του είπα πως νόμιζα στην αρχή πως ήταν το πρόσωπο μιας νεαρής κυρίας. Αυτό το κομμάτι με έκανε κάπως να ντρέπομαι.

- Όση ώρα του χρειάστηκε να περάσει από τα πέντε παράθυρα και να φτάσει στο άλλο πάτωμα.

- Και δεν έμοιαζε με τίποτα περιπλανώμενο ηλεκτρικό ή κανένα υγρό που σερνόταν ή αστερόφως που έπεφτε πάνω σε κανένα κρύσταλλο και μεγάλωσε ή σε κάτι άλλο παρόμοιο;

Δεν έβγαζε αυτές τις ιδέες από το νου του. Περίεργα πράγματα συνέβαιναν σε αυτόν τον κόσμο που ήταν τόσο παγωμένος όσο δεν έπαιρνε άλλο και τότε ακριβώς που θαρρείς πως η ύλη έχει παγώσει, αποκτάει ένα καινούριο και παράδοξο είδος ζωής. Σου έρχεται ένα γλοιώδες πράγμα που σέρνεται προς τη Φωλιά, ακριβώς σαν ένα ζώο που μυρίζεται ζεστασιά - και είναι υγρό ήλιο. Και κάποτε, όταν ήμουν μικρός, ένας κεραυνός, ακόμα κι ο μπαμπάς δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ήρθε, χτύπησε το γειτονικό καμπαναριό και σερνόταν πάνω - κάτω για βδομάδες μέχρι να σβήσει τελικά η λάμψη του.

- Δεν είναι σαν τίποτα που να είδα ποτέ μου, του είπα.

Στάθηκε για μια στιγμή συλλογισμένος. Μετά μου είπε:

- Θα έρθω μαζί σου και θα μου το δείξεις.

Η μαμά έβαλε τις φωνές στη σκέψη πως θα την αφήναμε μόνη και η Σις άρχισε και αυτή να ξεφωνίζει, μα ο μπαμπάς τις έκανε να ησυχάσουν. Αρχίσαμε να μπαίνουμε στα ρούχα μας για έξω - η δική μου η στολή ζεσταινόταν κοντά στη φωτιά. Τις είχε φτιάξει ο μπαμπάς. Έχουν κράνη για το κεφάλι με τριπλά πλαστικά τζάμια, που ήταν κάποτε μεγάλες διπλές γυάλες τροφίμων, κρατούν όμως ζέστη και αέρα και μπορούν να αντικαθιστούν για λίγο τον αέρα, όση ώρα μας χρειαζόταν να πάμε για νερό και κάρβουνα ή τρόφιμα κι άλλα τέτοια.

Η μαμά άρχισε πάλι να κλαψουρίζει:

- Πάντα το ήξερα πως εκεί έξω είναι κάτι που παραμονεύει να μας πιάσει. Το ένιωθα για χρόνια - κάτι που είναι κομμάτι από το κρύο και μισεί κάθε ζεστασιά και θέλει να καταστρέψει τη Φωλιά. Μας παραμονεύει όλο τον καιρό κι έρχεται τώρα να μας πιάσει. Θα σας πιάσει εσάς πρώτα και θα έρθει μετά για μένα. Μην πας, Χάρρυ!

Ο μπαμπάς τα είχε βάλει όλα πια, εκτός από το κράνος. Γονάτισε στο τζάκι, έχωσε το χέρι του μέσα και τράνταξε τη μακριά μεταλλική μπάρα που ανεβαίνει στην καμινάδα και σπάει όλο τον πάγο που πασχίζει συνέχεια να τη φράξει. Μια φορά τη βδομάδα ανεβαίνει στη στέγη για να ελέγξει αν εργάζεται σωστά. Αυτή είναι η χειρότερη διαδρομή μας κι ο μπαμπάς δεν με αφήνει να την κάνω μόνος μου.

- Σις, είπε ήρεμα ο μπαμπάς, έλα να προσέχεις τη φωτιά. Έχε το νου σου και στον αέρα. Αν πέσει πολύ ή σου φαίνεται να μην βράζει αρκετά γρήγορα, φέρε έναν άλλο κουβά, πίσω από την κουρτίνα. Πρόσεξε όμως τα χέρια σου. Να χρησιμοποιήσεις το πανί για να σηκώσεις τον κουβά.

Η Σις έπαψε να βοηθάει τη μαμά να συνεχίζει να φοβάται κι ήρθε και έκανε αυτό που της είπαν. Η μαμά ησύχασε αρκετά ξαφνικά, μ΄ όλο που τα μάτια της κοίταζαν κάπως αγριεμένα καθώς πρόσεχε τον μπαμπά να δένει σφιχτά το κράνος του, να παίρνει τον κουβά και να φεύγουμε και οι δυο μας.

Ο μπαμπάς πήγαινε μπροστά και γω πιάστηκα από τη ζώνη του. Είναι παράξενο πράγμα, δεν φοβάμαι να πάω μόνος μου, αν όμως έρθει κι ο μπαμπάς θέλω πάντοτε να κρατιέμαι από αυτόν. Φαντάζομαι πως πρόκειται για συνήθεια, μα ούτε και μπορώ να αρνηθώ πως αυτή τη φορά ήμουνα και κάπως τρομαγμένος.

Να σας τα εξηγήσω. Ξέρουμε πως το κάθε τι έχει πεθάνει εκεί έξω. Ο μπαμπάς άκουσε τις τελευταίες φωνές στο ραδιόφωνο να σβήνουν χρόνια πριν και είδε να πεθαίνουν οι τελευταίοι άνθρωποι που δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί ή και δεν ήταν τόσο καλά προφυλαγμένοι όπως εμείς. Έτσι ξέραμε πως αν κάτι προχωρούσε ψηλαφητά έξω γύρω μας δεν μπορούσε να ήταν πλάσμα ανθρώπινο ούτε και φιλικά διατεθειμένο προς εμάς.

Χώρια από αυτό υπάρχει και κάποιο συναίσθημα που προέρχεται από το ότι είναι πάντα νύχτα, και νύχτα παγωμένη. Ο μπαμπάς λέει πως ακόμα και τον παλιό καιρό υπήρχε αυτό το συναίσθημα, μα τότε ο Ήλιος ερχόταν κάθε πρωί και το έδιωχνε. Πρέπει να δεχτώ το λόγο του πάνω σ' αυτό, γιατί δεν θυμάμαι τον Ήλιο να είναι τίποτα άλλο από ένα μεγάλο αστέρι. Δεν ήμουνα ακόμα γεννημένος όταν το σκοτεινό αστέρι, μας άρπαξε από τον Ήλιο και τώρα πια μας έχει τραβήξει πέρα από την τροχιά του πλανήτη Πλούτωνα κι ο μπαμπάς λέει πως μας τραβάει ακόμα όλο και πιο πέρα.

Μπορούμε να δούμε το σκοτεινό αστέρι να διασχίζει τον ουρανό γιατί σβήνει τα άστρα και προπάντος όταν διαγράφεται πάνω στο Γαλαξία. Είναι αρκετά μεγάλο, γιατί βρισκόμαστε πιο κοντά του από ότι ο πλανήτης Ερμής βρισκόταν στον Ήλιο, όπως λέει ο μπαμπάς, μα δεν έχουμε και μεγάλη όρεξη να το βλέπουμε κι ο μπαμπάς δεν θέλει να ρυθμίσει τα ρολόγια του επάνω του.

Έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν υπήρχε τίποτα στο σκοτεινό αστέρι που να μας ήθελε κι αν αυτός ήταν ο λόγος που έπιασε τη Γη αιχμάλωτη. Τότε ακριβώς φτάσαμε στο τέρμα του διαδρόμου και ακολούθησα τον μπαμπά στο μπαλκόνι.

Δεν ξέρω πως έμοιαζε η πόλη τον παλιό καιρό, τώρα όμως είναι πολύ ωραία. Το φως των άστρων σε αφήνει να την δεις αρκετά καλά - αυτά τα σταθερά σημεία που κηλιδώνουν την μαυρίλα πάνω μας δίνουν κάμποσο φως. (Ο μπαμπάς λέει πως τα άστρα τρεμοσβήνανε κάποτε, αυτό γινόταν επειδή υπήρχε αέρας). Βρισκόμαστε πάνω σε ένα λόφο και η πεδιάδα που λαμπιρίζει πέφτει απότομα κάτω από μας και ισιώνει κατόπιν, κομμένη σε ταχτικά τετράγωνα από τα κανάλια, που ήταν κάποτε δρόμοι. Φτιάνω έτσι καμιά φορά τον πουρέ μου, πριν ρίξω σάλτσα επάνω του.

Μερικά από τα ψιλότερα κτίρια πετάγονται μέσα από την πουπουλένια πεδιάδα και φοράνε στην κορυφή τους στρογγυλά καπελάκια από κρύσταλλα του αέρα, σαν τη γούνινη κουκούλα που φοράει η μαμά, μόνο που είναι πιο άσπρα. Σ' αυτά τα κτίρια μπορείς να ξεχωρίσεις τα σκοτεινότερα τετράγωνα από τα παράθυρα, που τα υπογραμμίζουν άσπρες γραμμές από κρύσταλλα αέρα. Μερικά απ' αυτά είναι λοξά γιατί πολλά κτίρια έχουν στραβώσει άσχημα από τους σεισμούς κι όλα τα άλλα που έγιναν τότε, που το σκοτεινό αστέρι συνέλαβε τη Γη.

Εδώ και εκεί κρέμονταν μερικοί σταλακτίτες, σταλακτίτες από νερό από τις πρώτες μέρες του κρύου, κι άλλοι σταλακτίτες από παγωμένο αέρα που έλιωσε πάνω στις στέγες και κύλησε σε σταγόνες και πάγωσε ξανά... Πότε - πότε κανένας απ' αυτούς τους σταλακτίτες πιάνει το φως κάποιου άστρου και το στέλνει καταπάνω σου, έτσι που νομίζεις πως το άστρο κατέβηκε μέσα στη πόλη. Αυτό ήταν ένα από εκείνα που έβαλε στο νου του ο μπαμπάς όταν του είπα για το φως, μα και εγώ το είχα σκεφτεί νωρίτερα και ήξερα πως δεν ήταν έτσι.

Αγγιξε με το κράνος του το κράνος μου για να μπορέσουμε να συζητήσουμε πιο εύκολα και μου ζήτησε να του δείξω τα παράθυρα. Μα δεν υπήρχε κανένα φως, να κινείται τώρα μέσα τους ούτε και πουθενά αλλού. Απόρησα που ο μπαμπάς δεν μου έβαλε τις φωνές και δεν μου είπε πως φαντάζομαι διάφορα πράγματα. Κοίταζε ολόγυρα για κάμποση ώρα αφού γέμισε τον κουβά του και ακριβώς όπως μπαίναμε μέσα, γύρισε απότομα χωρίς καμιά προειδοποίηση, σαν να ήθελε να πιάσει στα πράσα κάτι που κρυφοκοίταζε.

Μπορούσα να το νιώσω και εγώ. Κάτι ήταν εκεί έξω που παραμόνευε, που παραφύλαγε, που περίμενε, που ετοιμαζόταν.

Όταν μπήκαμε μέσα μου είπε αγγίζοντας το κράνος μου:

- Αν ξαναδείς τίποτα τέτοιο, παιδί μου, μην το πεις στους άλλους. Η μαμά σου είναι κάπως νευρική αυτές τις μέρες και πρέπει να της δώσουμε όσο μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας μπορούμε. Κάποτε - όταν γεννήθηκε η αδερφούλα σου - έφτασα στο σημείο να τα εγκαταλείψω όλα και να πεθάνω, μα η μητέρα σου με έκανε να επιμένω. Μια άλλη φορά διατήρησε μονάχη της τη φωτιά μια βδομάδα ολόκληρη, τον καιρό που ήμουνα άρρωστος. Με περιποιόταν εμένα και σας φρόντιζε και εσάς τους δύο από πάνω.

» Θυμάσαι εκείνο το παιχνίδι που παίζαμε καμιά φορά καθισμένοι σε ένα τετράγωνο στη Φωλιά, πετώντας μια μπάλα ο ένας στον άλλο; Το θάρρος είναι σαν μια μπάλα, γιε μου. Ένας άνθρωπος μπορεί να το κρατήσει μονάχα για ορισμένο χρονικό διάστημα και μετά πρέπει να το πετάξει σε κάποιον άλλο. Αν το πετάξουν προς τη δική σου τη μεριά πρέπει να το πιάσεις και να το κρατήσεις σφιχτά - και να ελπίζεις πως θα υπάρχει κάποιος άλλος που να του το πετάξεις, όταν κουραστείς πια να είσαι γενναίος.

Έτσι όπως μου μιλούσε με έκανε να νιώθω μεγάλος και καλός. Μα δεν μπόρεσε να σβήσει αυτό το πράγμα που ήταν έξω από το μυαλό μου - ούτε και το γεγονός πως ο μπαμπάς το είχε πάρει στα σοβαρά.

Είναι δύσκολο να κρύψεις αυτό που νιώθεις για κάτι τέτοιο. Όταν γυρίσαμε πίσω στη Φωλιά και βγάλαμε τα ρούχα μας για έξω, ο μπαμπάς γέλασε για όλα αυτά και τους είπε πως δεν υπήρχε τίποτα

Καμιά φορά δεν έχει αντίρρηση να μας διηγηθεί αυτή την ιστορία και στην Σις και σε μένα. Μας αρέσει πολύ και στους δύο, να την ακούμε, και εκείνος κατάλαβε τη σκέψη μου. Κι έτσι σε μια στιγμή βρεθήκαμε όλοι καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, η μαμά έσπρωξε μερικές κονσέρβες για να λιώσουν για το γεύμα κι ο μπαμπάς άρχισε. Πριν αρχίσει όμως τον πρόσεξα να παίρνει δήθεν τυχαία ένα σφυρί από το ράφι και να το ακουμπάει κοντά του.

Ήταν η ίδια παλιά ιστορία όπως πάντα - νομίζω πως θα μπορούσα να πω τα κυριότερά της σημεία στον ύπνο μου - μ' όλο που ο μπαμπάς όλο προσθέτει μια - δυο καινούριες λεπτομέρειες και την διορθώνει σε μερικά σημεία.

Μας είπε πως γύριζε η Γη ολόγυρα από τον Ήλιο τόσο σταθερά που είχε τόση ζεστασιά και οι άνθρωποι επάνω της κυνηγούσαν τα λεφτά και κάνανε πολέμους για να περνούν όμορφα και να αποκτούν δύναμη και να φέρονται ο ένας στον άλλα καλά ή άσχημα, οπότε χωρίς προειδοποίηση πετάγεται από το διάστημα αυτό το νεκρό αστέρι, αυτός ο καμένος ήλιος και τα αναστατώνει όλα.

Ξέρετε, μου έρχεται δύσκολο να πιστέψω πως αυτοί οι άνθρωποι ένιωθαν κατ΄ αυτό τον τρόπο, όπως δεν μπορώ να πιστέψω πως ήταν τόσοι πολλοί. Φτάνει μόνο να φανταστεί κανείς πως αυτοί οι άνθρωποι ετοιμάζονταν γι' αυτόν τον τρομερό τρόπο πολέμου, που μαγείρευαν. Να θέλουν μάλιστα ή να επιθυμούν τουλάχιστον να έχει τελειώσει ο πόλεμος για να σταματήσει ο εκνευρισμός τους. σα να μην έπρεπε να είναι αδελφωμένοι και να μαζεύουν κάθε στάλα ζεστασιάς μόνο και μόνο για να μπορέσουν να επιζήσουν. Και πως μπορούσαν να ελπίζουν να θέσουν ένα τέλος στο κίνδυνο, όπως και μεις δεν μπορούμε να ελπίζουμε καν να σταματήσουμε το κρύο;

Μερικές φορές μου φαίνεται πως ο μπαμπάς τα παραλέει και κάνει τα πράγματα να φαίνονται πολύ μαύρα κι άραχλα. Θυμώνει με μας καμιά φορά, ενώ ίσως να είναι θυμωμένος με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Κι όμως μερικά από τα πράγματα που διαβάζω στα παλιά περιοδικά μου φαίνονται πολύ παλαβά. Μπορεί να έχει και δίκιο.

Το σκοτεινό αστέρι, όπως μας έλεγε ο μπαμπάς, ερχόταν πολύ βιαστικά και δεν υπήρχε πολύς καιρός για ετοιμασίες. Στην αρχή δοκίμασαν να το κρατήσουν μυστικό από τον περισσότερο κόσμο, μα τότε βγήκε στη φόρα η αλήθεια μ' όλους αυτούς τους σεισμούς και τις πλημμύρες - για φαντάσου, ωκεανοί ολόκληροι από ξεπάγωτο νερό - και οι άνθρωποι που έβλεπαν τα άστρα να τα σβήνει κάτι τις καθάριες νύχτες. Στις αρχές νόμιζαν πως θα χτυπούσε τη Γη. Αρχισαν μάλιστα να συνωστίζονται όλοι για να πάνε σε ένα μέρος που το έλεγαν Κίνα, γιατί ο κόσμος πίστευε πως το άστρο θα χτυπούσε στην απέναντι πλευρά. Όχι δηλαδή πως αυτό θα τους βοηθούσε καθόλου, μα είχαν τρελαθεί από το φόβο τους. Έπειτα όμως ανακάλυψαν πως το άστρο αυτό δεν θα χτυπούσε σε κανένα σημείο, παρά μόνο θα πλησίαζε πολύ τη Γη.

Οι περισσότεροι από τους άλλους πλανήτες βρίσκονταν από την άλλη πλευρά του Ήλιου και δεν βρέθηκαν μπερδεμένοι. Ο Ήλιος και ο νεοφερμένος πάλεψαν για τη Γη για λίγο - τραβώντας της προς τα εκεί και προς τα εδώ σε μια στριμμένη καμπύλη, σαν δυο σκυλιά που γρυλίζουν πάνω από ένα κόκαλο, έτσι το περιέγραψε ο μπαμπάς τούτη τη φορά - και τελικά κέρδισε ο νεοφερμένος και μας πήρε μαζί του. Ο Ήλιος όμως κέρδισε κι αυτός κάτι για να παρηγορηθεί. Την τελευταία στιγμή τα κατάφερε να κρατήσει τη Σελήνη.

Αυτή ήταν λοιπόν η εποχή των τεράστιων σεισμών και πλημμύρων, είκοσι φορές χειρότερη παρά ποτέ άλλοτε. Ήταν και η εποχή της Μεγάλης Βουτιάς, όπως το λέει ο μπαμπάς, όταν η Γη επιτάχυνε την ταχύτητά της μπαίνοντας σε μια κοντινή τροχιά ολόγυρα στο σκοτεινό αστέρι.

Έχω ρωτήσει τον μπαμπά, αν η Γη δεν ζορίστηκε τότε, όπως ακριβώς μου το έκανε αυτός πότε - πότε αρπάζοντάς με από τον γιακά για να με τραβήξει όταν τύχαινε να κάθομαι πολύ μακριά από τη φωτιά. Μα ο μπαμπάς μου λέει πως όχι, γιατί η βαρύτητα δεν ενεργεί κατ' αυτό τον τρόπο. Ήταν σαν ένα ζόρισμα, μόνο που κανείς δεν το κατάλαβε. Φαντάζομαι πως θα ήταν σα να σε ζορίζουν στον ύπνο σου.

Το σκοτεινό αστέρι, βλέπετε, προχωρούσε μέσα στο διάστημα, πιο γρήγορα από τον Ήλιο και προς την αντίθετη κατεύθυνση και αναγκάστηκε να κάνει τον κόσμο να κινείται πιο γρήγορα για να μπορέσει να τον πάρει μαζί του.

Η Μεγάλη Βουτιά δεν κράτησε πολύ. Τελείωσε μόλις ταχτοποιήθηκε η Γη στην καινούρια της τροχιά, γύρω από το σκοτεινό άστρο. Οι σεισμοί και οι καταποντισμοί, ήταν όμως τρομεροί όσο κράτησε, είκοσι φορές χειρότεροι από οτιδήποτε άλλο πριν. Ο μπαμπάς λέει πως οι βράχοι όλων των λογιών και κτίρια γκρεμοτσακίστηκαν, ωκεανοί ξεχύθηκαν πάνω από τις ακτές τους, έλη και αμμώδεις έρημοι φύγανε από τις θέσεις τους και γίνανε σαν μεγάλα κύματα, που έθαψαν από κάτω τους τα γειτονικά εδάφη. Το αέρινο κάλυμμα της Γης που βρισκόταν τότε ακόμα στον ουρανό τανίστηκε και έγινε σε μερικά σημεία τόσο λεπτό, που οι άνθρωποι πέφτανε κάτω και λιποθυμούσαν - μ' όλο που φυσικά την ίδια ώρα τους έριχναν καταγής και οι σεισμοί που συνόδευαν τη Μεγάλη Βουτιά και μπορεί τα κόκαλα τους να έσπαγαν και τα κρανία να ράγιζαν.

Έχουμε ρωτήσει πολλές φορές τον μπαμπά πως φέρονταν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή, αν φοβόντουσαν ή αν έδειχναν θάρρος ή παλάβωσαν ή τα έχαναν, ή και τα τέσσερα μαζί, μα εκείνος κάνει τον πονηρό σ' αυτό το θέμα και έτσι ήταν και απόψε. Λέει πως ήταν συνήθως τόσο απασχολημένος που δεν πρόσεχε.

Ο μπαμπάς και μερικοί φίλοι του επιστήμονες, είχαν βλέπετε, καταλάβει ορισμένα από αυτά που επρόκειτο να συμβούν - το ήξεραν πως θα μας έπιανε αιχμαλώτους το σκοτεινό αστέρι και πως ο αέρας θα πάγωνε - και εργάζονταν σαν τρελοί για να φτιάξουν ένα χώρο με αεροστεγείς τοίχους και πόρτες και μόνωση εναντίον του κρύου και μάζευαν και μεγάλα αποθέματα από τρόφιμα και καύσιμα και νερό και αέρα σε μπουκάλες. Μα το μέρος αυτό έγινε κομμάτια στον τελευταίο σεισμό και όλοι οι φίλοι του μπαμπά σκοτώθηκαν τότε και μετά στη Μεγάλη Βουτιά. Κι έτσι αναγκάστηκε να αρχίσει από την αρχή και να φτιάξει τη Φωλιά βιαστικά χωρίς να έχει κανένα εφόδιο, αλλά κάνοντας μονάχα χρήση από ότι υλικά μπορούσε να βρει.

Φαντάζομαι πως λέει μάλλον την αλήθεια, όταν λέει πως δεν είχε τον καιρό να προσέξει πως φέρονταν οι άλλοι, ούτε τότε ούτε και στον Μεγάλο Παγετό που ακολούθησε - κι ακολούθησε πολύ γρήγορα ξέρετε για δύο λόγους και γιατί το σκοτεινό αστέρι μας τραβούσε πολύ γρήγορα και γιατί η περιστροφή της Γης έγινε πιο αργή από την πάλη για την υπεροχή και τις παλίρροιες, έτσι που οι νύχτες έγιναν πολύ μεγαλύτερες.

Έχω και εγώ μια ιδέα για μερικά από αυτά που συνέβησαν από τους παγωμένους ανθρώπους που έχω δει, μερικούς σε άλλα δωμάτια του κτιρίου μας, άλλους πάλι στριμωγμένους ολόγυρα στους καυστήρες στα υπόγεια, όπου κατεβαίνουμε για τα κάρβουνα.

Σε ένα από τα δωμάτια, ένας γερός εξακολουθεί να κάθεται ξυλιασμένος σε μια καρέκλα με ένα χέρι και ένα πόδι σε γύψο. Σε ένα άλλο ένας άντρας και μια γυναίκα είναι ζαρωμένοι μαζί σε ένα κρεβάτι με ένα βουνό σκεπάσματα από πάνω τους. Μόλις μπορείς και διακρίνεις τα κεφάλια τους να ξεπροβάλλουν δίπλα - δίπλα. Και σε άλλο δωμάτιο βρίσκεται μα όμορφη νέα γυναίκα με ένα σωρό καλύμματα σωριασμένα επάνω της και κοιτάζει, με ελπίδα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, την πόρτα σαν να περιμένει κάποιον που δε γύρισε ποτέ με ζεστασιά και τροφή. Όλοι τους είναι φυσικά ακίνητοι και ξυλιασμένοι σαν αγάλματα, μα μοιάζουν σαν ζωντανοί.

Ο μπαμπάς μου τους έδειξε κάποτε ρίχνοντας επάνω τους για μια στιγμή το φως από το φαναράκι του, όταν είχε ακόμα μια αρκετά μεγάλη παρακαταθήκη από μπαταρίες και μπορούσε να ξοδέψει λίγο φως. Με τρόμαξαν άσχημα και έκαναν την καρδιά μου να χτυπάει, προπάντος η νεαρή κυρία.

Τώρα, καθώς ο μπαμπάς λέει την ιστορία τους για χιλιοστή φορά για να τραβήξει το μυαλό μας από έναν άλλο φόβο, το μυαλό μου πήγε πάλι στους παγωμένους ανθρώπους. Μου πέρασε ξαφνικά μια ιδέα που με τρόμαξε χειρότερα από όλα. Θυμήθηκα, βλέπετε, εκείνο το πρόσωπο που νόμισα ότι είδα στο παράθυρο. Το είχα ξεχάσει γιατί προσπαθούσα να το κρύψω από τους άλλους.

Λες, αναρωτήθηκα μέσα μου, να είναι οι παγωμένοι άνθρωποι που ξαναγυρίζουν στη ζωή; Και αν είναι σαν το υγρό ήλιο που πήρε μια καινούρια παράταση ζωής κι άρχισε να έρπει προς τη ζέστη, τότε ακριβώς που έλεγες πως τα άτομά του θα έπρεπε να παγώσουν και να γίνουν στερεά μια για πάντα; Ή σαν τον ηλεκτρισμό που κινείται ατελείωτα με όλο που κάνει τέτοια παγωνιά; Και αν αυτό το κρύο που όλο και μεγαλώνει ενώ η θερμοκρασία σέρνεται προς τα κάτω από τις τελευταίες λίγες διαβαθμίσεις στο τελευταίο μηδενικό ανάστησε κατά ένα τρόπο μυστηριώδη τους παγωμένους ανθρώπους και τους έφερε πίσω στη ζωή - όχι στη ζωή με ζεστό αίμα, αλλά κάτι άλλο, κάτι παγωμένο και φρικτό;

Αυτή η σκέψη ήταν χειρότερη ακόμα και από τη σκέψη πως κάτι θα κατέβαινε από το σκοτεινό αστέρι για να μας γραπώσει.

Ή σκέφτηκα, μπορούσαν να είναι αληθινές και οι δύο σκέψεις. Κάτι που κατέβηκε από το σκοτεινό αστέρι και έκανε τους παγωμένους ανθρώπους να κινούνται, βάζοντας τους να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό θα ταίριαζε και τα δυο που είδα - την όμορφη νέα κυρία και το φως που έμοιαζε σαν άστρο και περπατούσε.

Ανθρωποι παγωμένοι με το μυαλό τους να κατευθύνεται από το σκοτεινό άστρο πίσω από τα μάτια που δεν ανοιγόκλειναν, που σέρνονταν, έρπανε, οσμίζονταν το δρόμο τους, ακολουθώντας τη ζέστη πως τη Φωλιά, που ίσως να ήθελαν τη ζέστη, μα που το πιθανότερο ήταν να την μισούν και να ήθελαν να την πάγωναν για πάντα σβήνοντας τη φωτιά μας.

Σας λέω πως η σκέψη αυτή με αναστάτωσε άσχημα και ήθελα πολύ να έλεγα στους άλλους τους φόβους μου, μα θυμήθηκα αυτό που μου είπε ο μπαμπάς κι έσφιξα τα χείλη μου και δε μίλησα.

Καθόμασταν όλοι πολύ ήσυχα. Ακόμα και η φωτιά έκαιγε αθόρυβα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος της φωνής του μπαμπά και τα ρολόγια.

Και τότε, από πίσω από τις κουβέρτες, μου φάνηκε πως άκουσα ένα μικρούτσικο κρότο. Το πετσί μου τεντώθηκε επάνω μου.

Ο μπαμπάς διηγιόταν για τα πρώτα χρόνια στη Φωλιά και έφτασε στο σημείο όπου το έριχνε στη φιλοσοφία.

- Κι έτσι αναρωτηθήκαμε, είπε, τι νόημα έχει να το τραβήξω μερικά χρόνια ακόμα; Γιατί να μακρύνω μια καταδικασμένη ζωή σκληρής δουλειάς, κρύου και μοναξιάς; Η ανθρώπινη φυλή πάει πια. Πάει και η Γη. Γιατί λοιπόν να μην εγκαταλείψω την προσπάθεια αναρωτήθηκα - και τότε στα ξαφνικά πήρα την απάντηση.

Και πάλι άκουσα το θόρυβο, πιο δυνατό τούτη τη φορά, σαν ένα αβέβαιο βάδισμα με συρόμενα πόδια, που πλησίαζε. Η αναπνοή μου κόπηκε.

- Η ζωή σήμαινε πάντοτε σκληρή δουλειά και αγώνα με το ψύχος, έλεγε ο μπαμπάς. Η Γη ήταν πάντοτε ένα μέρος μοναχικό, εκατομμύρια μίλια από τον πιο κοντινό πλανήτη. Και όσο καιρό και να ζούσε η ανθρώπινη φυλή, κάποια νύχτα θα έφτανε το τέλος της. Αυτά τα πράγματα δεν έχουν καμία σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι πως η ζωή είναι ωραία. Έχει μια υφή πολύ όμορφη, σαν μια πυκνή γούνα ή σαν τα πέταλα των λουλουδιών - αυτά δεν τα έχετε δει ποτέ σας, μα ξέρετε τα λουλούδια μας από χιόνι - ή σαν την υφή της φλόγας, που δεν είναι ποτέ η ίδια. Κάνει όλα τα άλλα να αξίζουν. Κι αυτό ισχύει για τον τελευταίο άνθρωπο όπως και για τον πρώτο.

Και τα βήματα εξακολουθούσαν να σέρνονται όλο και πιο κοντά. Μου φάνηκε πως η πιο μέσα κουβέρτα έτρεμε και φούσκωνε λιγάκι. σα να ήταν μαρκαρισμένη με καυτό σίδερο στη φαντασία μου συνέχιζα να βλέπω εκείνα τα παγωμένα μάτια να με περιεργάζονται.

- Κι έτσι είπα στον εαυτό μου, συνέχισε ο μπαμπάς - και έβλεπα πως είχε ακούσει και αυτός τα βήματα και μιλούσε δυνατά, ελπίζοντας να μην τα ακούσουμε εμείς -, κι έτσι είπα στον εαυτό μου την ίδια στιγμή πως θα εξακολουθούσα να ζω, όπως ζούσαμε αν είχαμε ολόκληρη την αιωνιότητα μπροστά μας. Θα έκανα παιδιά και θα τα μάθαινα ότι μπορούσα. Θα τα έκανα να διαβάζουν βιβλία. Θα έκανα σχέδια για το μέλλον και θα προσπαθούσα να μεγαλώσω και να κάνω αεροστεγή τη Φωλιά. Θα έκανα ότι μπορούσα για να διατηρήσω τα πάντα όμορφα και να τα κάνω να μεγαλώνουν. Θα κρατούσα ζωντανό το αίσθημα μου του θαυμασμού ακόμα και για το κρύο, το σκοτάδι και τα μακρινά αστέρια.

Εκείνη την ώρα όμως η κουβέρτα κινήθηκε πραγματικά και ανασηκώθηκε. Και κάπου από πίσω φάνηκε ένα ζωηρό φως. Η φωνή του μπαμπά κόπηκε, τα μάτια του γύρισαν προς τη χαραμάδα που όλο και άνοιγε και το χέρι του προχώρησε μέχρι που άγγιξε και άδραξε το στυλιάρι του σφυριού δίπλα του.

Μέσα από την κουβέρτα βγήκε η όμορφη νεαρή κυρία. Στεκόταν εκεί και μας κοίταζε με τον πιο παράξενο τρόπο και κρατούσε κάτι λαμπερό, που δεν τρεμόσβηνε στο χέρι της. Και δύο άλλα πρόσωπα μας περιεργάζονταν πάνω από τον ώμο της - δύο αντρικά πρόσωπα κατάχλωμα και περίεργα.

Κόπηκε η ανάσα μου και η καρδιά μου δεν σταμάτησε να χτυπάει για παραπάνω από τέσσερις - πέντε χτύπους, προτού καταλάβω πως φορούσε σκάφανδρο και κράνος σαν αυτά που είχε φτιάξει ο μπαμπάς, μόνο που ήταν πιο στολισμένο και πως τέτοια φορούσαν και οι άντρες - και πως παγωμένοι άνθρωποι δεν θα φορούσαν τέτοια βέβαια. Πρόσεξα κιόλας πως το λαμπερό πράγμα στο χέρι της ήταν απλούστατα ένα φαναράκι άλλου τύπου!

Η μαμά γλίστρησε προς τα κάτω πολύ αργά και λιποθύμησε.

Η σιγή συνεχιζόταν την ώρα που ξεροκατάπια κανα δυο φορές με δυσκολία και μετά από αυτά άρχισαν όλων των ειδών οι φλυαρίες και η αναμπουμπούλα.

Ήταν απλούστατα άνθρωποι και αυτοί, βλέπετε. Δεν ήμασταν μόνο εμείς που επιζήσαμε . Έτσι το νομίζαμε για λόγους φυσικούς. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι είχαν επιζήσει, και αρκετοί άλλοι μαζί τους και όταν μάθαμε πως επιζήσανε, ο μπαμπάς άρχισε να ξεφωνίζει από τη χαρά του.

Ήταν από το Λος Αλαμος και παίρνανε τη ζέστη και τον ηλεκτρισμό τους χρησιμοποιώντας ατομική ενέργεια. Χρησιμοποιώντας μονάχα το ουράνιο και το πλουτώνιο, που προορίζονταν για βόμβες, είχαν αρκετή ενέργεια για να τους κρατήσει για χιλιάδες χρόνια. Είχαν μια κανονική μικρή αεροστεγή πολιτεία με κάμαρες εξαερισμού και όλα τα άλλα. Παρήγαγαν μάλιστα και ηλεκτρικό φως με αυτό και καλλιεργούσαν φυτά και μεγάλωναν ζώα. (Όταν τα άκουσε αυτά ο μπαμπάς έβγαλε μια δεύτερη κραυγή χαράς, ξυπνώντας τη μαμά από τη λιποθυμία της).

Μα αν εμείς ξαφνιαστήκαμε από αυτούς, αυτοί ξαφνιάστηκαν διπλά από εμάς.

Ο ένας από τους άντρες έλεγε και ξαναέλεγε:

- Είναι αδύνατον, σας λέω. Δεν μπορείτε να διατηρήσετε αέρα χωρίς αεροστεγή μόνωση. Είναι απλούστατα αδύνατον.

Αυτό έγινε αφού έβγαλε το κράνος του και χρησιμοποίησε τον αέρα μας. Στο μεταξύ η νεαρή κυρία όλο μας κοίταζε σαν να είμαστε τίποτα άγιοι και μας έλεγε πως κάναμε κάτι το ανήκουστο και ξαφνικά δεν άντεξε άλλο και έβαλε τα κλάματα.

Έκαναν παντού ανιχνεύσεις γυρεύοντας επιζώντες, μα δεν το περίμεναν ποτέ να βρουν κανένα σε ένα μέρος όπως ετούτο. Είχαν πυραύλους στο Λος Αλαμος και ένα σωρό χημικά καύσιμα. Και όσο για το υγρό οξυγόνο, δεν είχαν παρά να φτυαρίσουν το κάλυμμα του αέρα στο επάνω στρώμα. Έτσι, αφού τακτοποίησαν τα πράγματα στο Λος Αλαμος ώστε να πηγαίνουν ομαλά, που τους χρειάστηκε χρόνια για αυτό, αποφάσισαν να κάνουν ταξίδια σε μέρη όπου τους φαινόταν πιθανό να υπάρχουν και άλλοι επιζώντες.

Δεν είχαν να κερδίσουν βέβαια τίποτα δοκιμάζοντας να εκπέμψουν ραδιοφωνικά σήματα σε μεγάλη απόσταση, αφού δεν υπήρχε ούτε ατμόσφαιρα, ούτε ιονόσφαιρα για να τα μεταφέρει γύρω από την καμπυλότητα της Γης. Αυτός ήταν ο λόγος που έσβηναν όλα τα ραδιοφωνικά σήματα.

Βρήκαν λοιπόν άλλες αποικίες στην Αργκόνα και το Μπρουχάβεν και πέρα μακριά στο Χάρουελλ και την Τάνα Τούβα. Και τώρα έριχναν μια ματιά στην πόλη μας χωρίς να περιμένουν πραγματικά να ανακαλύψουν τίποτα. Είχαν όμως κάποιο εργαλείο που σημείωνε και το παραμικρό κύμα θερμότητας και αυτό τους είπε πως υπήρχε κάτι το ζεστό εδώ κάτω και έτσι προσγειώθηκαν για να ερευνήσουν. Φυσικά δεν τους ακούσαμε να προσγειώνονται γιατί δεν υπήρχε αέρας να μεταφέρει τον ήχο και χρειάστηκε να ερευνήσουν αρκετά προτού μας ανακαλύψουν. Τα εργαλεία τους τους οδήγησαν λανθασμένα και έχασαν αρκετή ώρα στο κτίριο απέναντι.

Και τώρα και οι πέντε μεγάλοι μιλούσαν και φώναζαν Σα να 'ταν καμιά εξηνταριά. Ο μπαμπάς έδειχνε στους άντρες πως την δούλευε τη φωτιά και πως καθάριζε την καπνοδόχο από το πάγο και όλα τα ρέστα. Η μαμά ζωήρεψε κι αυτή θαυμάσια κι έδειχνε στη νέα κυρία τα σύνεργα της για το μαγείρεμα και το ράψιμο και την ρωτούσε κιόλας πως ντύνονταν οι γυναίκες στο Λος Αλαμος. Οι ξένοι θαύμαζαν τα πάντα και τα επαινούσαν μέχρι τα ουράνια. Καταλάβαινα από τον τρόπο που ζάρωναν τις μύτες τους ότι έβρισκαν τη Φωλιά μας κάπως μυρωδάτη, μα δεν το ανάφεραν καθόλου και έκαναν μονάχα ένα σωρό ερωτήσεις.

Μιλούσαν τόσο πολύ και γινόταν τέτοια αναστάτωση, που ο μπαμπάς ξεχάστηκε και μόνο όταν άρχισαν πια να ζαλίζονται όλοι τους, κοίταξε και βρήκε πως όλος ο αέρας είχε εξατμιστεί από τον κουβά. Έφερε γρήγορα έναν άλλο κουβά αέρα πίσω από τις κουβέρτες. Αυτό τους έκανε φυσικά να βάλουν τα γέλια και να ξαναρχίσουν οι φλυαρίες. Οι καινούριοι μάλιστα μέθυσαν λιγάκι. Δεν ήταν συνηθισμένοι σε τόσο οξυγόνο.

Περίεργο πράγμα όμως - δεν μίλησα και πολύ και η Σις ήταν όλη την ώρα κρεμασμένη από τη μαμά κι έκρυβε το πρόσωπό της μόλις την κοίταζε κανείς. Και 'γω ένιωθα αρκετά άβολα και ανήσυχα ακόμα και για τη νέα κυρία. Καθώς την κοίταζα εκεί έξω μου έρχονταν κάτι παράξενες τρυφερές σκέψεις, μα τώρα τα έχανα μπροστά της και τη φοβόμουνα, μ' όλο που εκείνη προσπαθούσε να μου φερθεί όσο πιο καλά γίνεται.

Σα να ήθελα να φύγουν όλοι τους από τη Φωλιά και να μας αφήσουν μόνους, για να βάλουμε κάποια τάξη στα αισθήματά μας.

Και όταν οι νεοφερμένοι άρχισαν να λένε πως θα πηγαίναμε όλοι μαζί στο Λος Αλάμος, σα να μη χωρούσε συζήτηση πάνω σε αυτό, κατάλαβα πως κάτι που έμοιαζε με τα δικά μου συναισθήματα ήρθε και του μπαμπά και της μαμάς. Ο μπαμπάς έγινε ξαφνικά πολύ σιωπηλός και η μαμά έλεγε συνέχεια στη νεαρή κυρία:

- Μα δεν θα ξέρω πώς να φερθώ εκεί και δεν έχω και καθόλου ρούχα.

Οι ξένοι φάνηκαν να απορούν πολύ στις αρχές, μετά Σα να κατάλαβαν. Όπως το είπε και ο μπαμπάς.

- Δεν είναι σωστό να αφήσουμε αυτή τη φωτιά να σβήσει.

Οι ξένοι έφυγαν, μα θα γυρίσουν. Δεν έχει αποφασιστεί ακόμα τι πρόκειται να γίνει. Μπορεί να διατηρηθεί η Φωλιά σαν «σχολή επιβιώσεως» όπως την αποκάλεσε ένας από τους ξένους. Ίσως πάλι να πάμε με τους πρωτοπόρους που θα δοκιμάσουν να εγκαταστήσουν μια καινούρια αποικία στα ορυχεία ουρανίου στη Μεγάλη Λίμνη των Σκλάβων ή στο Κογκό.

Φυσικά, τώρα που έφυγαν οι ξένοι σκέφτηκα πολύ το Λος Αλάμος και τις άλλες καταπληκτικές αποικίες. Λαχταρώ να τις δω ο ίδιος.

Αν θέλετε τη γνώμη μου, κι ο μπαμπάς θέλει να τις δει. Πέφτει πολύ σε συλλογή την ώρα που παρακολουθεί τη μαμά και την Σις.

- Τα πράγματα είναι διαφορετικά τώρα που ξέρουμε πως υπάρχουν και άλλοι ζωντανοί, μου εξήγησε. Η μητέρα σου δεν νιώθει έτσι απελπισμένη πια. Ούτε και 'γω, εδώ που τα λέμε, τώρα που δεν με βαραίνει πια η ευθύνη να διατηρήσω την ανθρώπινη φυλή ζωντανή, σα να λέμε. Κάτι τέτοιο τρομάζει έναν άνθρωπο.

Κοίταξα τριγύρω τους κουβερτένιους τοίχους και τη φωτιά και τους κουβάδες με τον αέρα που εξατμίζονταν και τη μαμά και την Σις να κοιμούνται στη ζεστασιά και στο φως που έπαιζε.

- Δεν θα είναι εύκολο να εγκαταλείψουμε τη Φωλιά, είπα ενώ μου έρχονταν κάτι σαν κλάματα. Είναι τόσο μικρή και είμαστε εδώ βολεμένοι και οι τέσσερις μας. Με τρομάζει η σκέψη του μεγάλου μέρους με ένα σωρό ξένους.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του κι έριξε ένα άλλο κομμάτι κάρβουνο στη φωτιά. Κοίταξε μετά τον μικρό σωρό και γέλασε ξαφνικά και έβαλε μερικές χούφτες ακόμα, σα να ήταν γενέθλια κανενός μας ή Χριστούγεννα.

- Θα σου περάσει γρήγορα αυτό το συναίσθημα, παιδί μου, μου είπε. Το κακό με τον κόσμο ήταν πως όλο μίκραινε μέχρι που τελικά έμεινε μόνο η Φωλιά. Τώρα θα μας κάνει καλό να αρχίσουμε να χτίζουμε πάλι ένα πραγματικά τεράστιο κόσμο, όπως ήταν πριν.

Πιστεύω πως έχει δίκιο. Λέτε να με περιμένει η όμορφη νέα κυρία μέχρι που να μεγαλώσω; Την ρώτησα και εκείνη μου χαμογέλασε για να μου πει ευχαριστώ και μου είπε έπειτα πως έχει μια κόρη σχεδόν στην ηλικία μου και πως υπάρχουν ένα σωρό παιδιά στα ατομικά χωριά. Για φαντάσου.

Τού Leiber Fritz Reuter JR Α Pail of Air( 1951) Μετάφραση: Κίρα Σίνου Photo: Sergei