Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Τη γλώσσα μου έδωσαν... ανθρώπινη

Σπύρος Μανουσέλης


Ο έναρθρος λόγος είναι μια αποκλειστικά ανθρώπινη ικανότητα, ένα κοινό και άρα γενετικά κληρονομούμενο «αγαθό» το οποίο μοιράζονται όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι, ανεξάρτητα από το ποια γλώσσα μιλάνε. Αν, όπως όλα δείχνουν, οι ικανότητές μας για έναρθρο λόγο και έλλογη σκέψη είναι τα δύο ιδιαίτερα ανθρώπινα γνωρίσματα που μας διαφοροποιούν από όλα τα υπόλοιπα ζωικά είδη, τότε ποια πλεονεκτήματα μας προσφέρουν;

Μέσα από ποιες εγκεφαλικές και κοινωνικές δομές αναδύονται και γιατί επελέγησαν από την εξέλιξη;

Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο των επιστημών του εγκεφάλου και του νου, δεν διαθέτουμε ακόμη τις οριστικές απαντήσεις σε αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δικαιώνονται οι διάφορες μυστικιστικές ή θεολογικές «εξηγήσεις» όταν επικαλούνται υπερφυσικά αίτια ή κάποιο θαύμα.

Αντίθετα, όπως θα δούμε, διαθέτουμε επαρκείς -αν και όχι πλήρεις- επιστημονικές εξηγήσεις για τις ιδιαίτερες γλωσσικές μας ικανότητες. Γνωρίζουμε, μάλιστα, τις μεγάλες εξελικτικές αλλαγές -ανατομικές, εγκεφαλικές, συμπεριφορικές- που συντελέστηκαν ώστε να αναδυθεί ο ανθρώπινος λόγος.

Η σφοδρή και πολύχρονη διαμάχη μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν τον «έμφυτο» και αυτών που υποστηρίζουν τον «επίκτητο» χαρακτήρα της γλώσσας εξακολουθεί στις μέρες μας να παραμένει ανοιχτή και εξίσου παραπλανητική με το παρελθόν.

Ευτυχώς όμως, η διένεξη αυτή στις μέρες μας δεν τίθεται πλέον με όρους ατελέσφορων μεταφυσικών αντιπαραθέσεων, αλλά με όρους εναλλακτικών μεταξύ τους επιστημονικών και μεθοδολογικών προσεγγίσεων, οι οποίες αποδεικνύονται στην πράξη ιδιαίτερα διαφωτιστικές.

Και όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην ιστορία της επιστημονικής σκέψης, ενδέχεται στο μέλλον να ανακαλύψουμε ότι, παρά τις διαφορές μεταξύ τους, είναι στην πραγματικότητα συμπληρωματικές.

Εμφυτη ή επίκτητη γλώσσα;



Θα μπορούσαμε, πολύ σχηματικά, να διακρίνουμε δύο τουλάχιστον βασικές ερευνητικές προσεγγίσεις για την κατανόηση των ιδιαίτερων γλωσσικών ικανοτήτων του είδους μας: μία «εξελικτική-κατασκευασιοκρατική» και μία «παραγωγική-δομιστική».

Σύμφωνα με τους οπαδούς της πρώτης, η απόκτηση της γλώσσας, μολονότι έχει κάποιες βιολογικές προϋποθέσεις, είναι ουσιαστικά μια επίκτητη ανθρώπινη ικανότητα, η οποία διαμορφώνεται σταδιακά από τις πιέσεις του περιβάλλοντος.

Οι αντίπαλοί τους, αντίθετα, είναι πεπεισμένοι ότι ο ανθρώπινος λόγος σε όλες του τις εκδοχές (γλώσσες) διαθέτει τόσο εμφανώς καθολικά χαρακτηριστικά, κοινά σε όλους τους ανθρώπους, ώστε η γλωσσική ικανότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να προκύπτει από τη μεταφορά πληροφοριών από το εξωτερικό περιβάλλον κάθε ατόμου, αλλά σε τελευταία ανάλυση παράγεται από κάποιες έμφυτες γλωσσικές δομές (όπως π.χ. η περίφημη «καθολική γραμματική» του Νόαμ Τσόμσκι), οι οποίες μόνο βιολογικά προκαθορισμένες θα μπορούσαν να είναι.

Οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι της πρώτης σχολής σκέψης είναι ο μεγάλος παιδοψυχολόγος Ζαν Πιαζέ (Jean Piaget), o Λεβ Βιγκότσκι (Lev Vygotsky) και πιο πρόσφατα ο διάσημος φιλόσοφος του νου Ντάνιελ Ντένετ (Daniel Dennett) και ο ψυχογλωσσολόγος Σ. Λέβινσον (S. C. Levinson).

Αυτοί οι σπουδαίοι στοχαστές επιμένουν ότι η γλώσσα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση της ανθρώπινης σκέψης και άλλων ανώτερων νοητικών λειτουργιών. Σε τελευταία ανάλυση, η γλώσσα μας καθορίζει τα όρια της σκέψης μας!

Ομως, εξίσου διάσημοι είναι και οι αντίπαλοι αυτής της προσέγγισης, όπως οι δύο κορυφαίοι γλωσσολόγοι Νόαμ Τσόμσκι (N. Chomsky) και Στίβεν Πίνκερ (S. Pinker), καθώς και ο γνωσιακός επιστήμονας Τζέρι Φόντορ (J.A. Fodor).

Σύμφωνα με τους τελευταίους, η γλώσσα και η σκέψη αποτελούν διακριτές ικανότητες του ανθρώπινου νου: η βασική λειτουργία της γλώσσας ούτε επηρεάζει ούτε και επηρεάζεται από τις άλλες νοητικές λειτουργίες με τις οποίες αναπτύσσεται παράλληλα μεν αλλά ανεξάρτητα.

Στην πραγματικότητα, το επίμαχο ζήτημα δεν είναι τόσο ο έμφυτος ή ο επίκτητος χαρακτήρας της γλώσσας όσο μάλλον το αίνιγμα των αλληλεπιδράσεων και των περίπλοκων σχέσεων ανάμεσα στις νοητικές και τις γλωσσικές δεξιότητες που αναπτύσσονται κατά την πρώιμη παιδική ηλικία.


Το ερώτημα της σχέσης μεταξύ γλώσσας και νου βρίσκεται στο επίκεντρο των ερευνών τόσο του Πιαζέ όσο και του Βιγκότσκι, οι οποίοι με το πρωτοποριακό έργο τους ανέδειξαν την αποφασιστική σημασία και τον ρόλο που έχει η σταδιακή απόκτηση της γλώσσας για τη συνολική νοητική ανάπτυξη του παιδιού.

Πράγματι, οι μέχρι σήμερα έρευνες επιβεβαιώνουν την εξελικτική δυναμική της σταδιακής ανάπτυξης της γλώσσας κατά τη νηπιακή ηλικία.

Ολα ανεξαιρέτως τα ανθρώπινα πλάσματα περνούν από το αρχικό στάδιο των άναρθρων φωνών στο στάδιο του ψελλίσματος ή βαβίσματος, και από αυτό στο επόμενο στάδιο του τηλεγραφικού λόγου με την εκφορά μονολεκτικών προτάσεων από τις οποίες θα προκύψουν αργότερα (μόνο μετά το τέταρτο έτος) οι πιο περίπλοκες μορφές γλωσσικής έκφρασης.

Η γνωστική ιδιοποίηση και η απόκτηση ευχέρειας στην ορθή χρήση της γλώσσας από το παιδί είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη μαθησιακή διεργασία και όχι βέβαια η αυτόματη ή η μηχανική εκδήλωση ενός «γλωσσικού ενστίκτου», συνήθως ασαφώς προσδιορισμένου.

Για να ιδιοποιηθούν τον λόγο, και συνεπώς για να εκδηλώσουν πλήρως τις εγγενείς γλωσσικές τους δυνατότητες, τα παιδιά οφείλουν να υπερβούν τη λογική της πράξης και να περάσουν στη συμβολική λειτουργία της σκέψης.

Συνεπώς, η ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα, μολονότι είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση μας, αναπτύσσεται σταδιακά και εκδηλώνεται μέσα από την αλληλουχία αυστηρά προκαθορισμένων βημάτων, τα οποία εξαρτώνται όχι μόνο από έμφυτους (βιολογικούς) αλλά και από επίκτητους εξωγενείς παράγοντες (γλωσσολογικούς, νοητικούς, κοινωνικούς).

Η ανάγκη λοιπόν να διαμορφωθεί μια πιο περίπλοκη διεπιστημονική θεωρία σχετικά με τη δομή και την ανάπτυξη του ανθρώπινου λόγου θα πρέπει να θεωρείται πλέον όχι απλώς επιθυμητή αλλά και επιβεβλημένη τόσο από τις ανακαλύψεις της σύγχρονης νευροεπιστήμης όσο και από τα ευρήματα της ψυχογλωσσολογίας.

Για παράδειγμα, όλα τα ανθρώπινα νήπια φαίνεται να διαθέτουν μια έμφυτη «γλωσσική μηχανή» η οποία, εφόσον υπάρξουν τα κατάλληλα εξωτερικά ερεθίσματα, τους επιτρέπει ορισμένες φορές να δημιουργούν κάποιες απρόσμενα σύνθετες γλωσσικές φράσεις. Τόσο σύνθετες που δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν μέσω της παθητικής αναπαραγωγής ή μέσω της απλής μίμησης της γλώσσας των ενηλίκων.

Αναζητώντας την καθολική γραμματική



Η ιδιαίτερη ικανότητα των ανθρώπων να επικοινωνούν μεταξύ τους και να εκφράζουν μέσω της γλώσσας τις εμπειρίες, τις ανάγκες και τις σκέψεις τους εδράζεται σε εξειδικευμένες εγκεφαλικές δομές, οι οποίες επελέγησαν και ενισχύθηκαν κατά την εξέλιξη του είδους μας επειδή υποστήριζαν μια ιδιαίτερα επιτυχή επικοινωνιακή-κοινωνική συμπεριφορά.

Απόδειξη, οι τραγικές δυσχέρειες στην επικοινωνία που αντιμετωπίζουν τα άτομα που υποφέρουν από κάποια μορφή αφασίας, δηλαδή από παθήσεις ή τραύματα στις εγκεφαλικές δομές που εμπλέκονται στην εκφορά ή στην κατανόηση του ανθρώπινου λόγου.

Παρά την εντυπωσιακή αύξηση των γνώσεων σχετικά με τις εγκεφαλικές προϋποθέσεις των γλωσσικών μας ικανοτήτων, δεν γνωρίζουμε ακόμα σε ποιον βαθμό αυτές είναι μοναδικές στο ζωικό βασίλειο.

Το ότι ο ανθρώπινος λόγος ως μέσο επικοινωνίας διαφέρει ριζικά από τους τρόπους με τους οποίους επικοινωνούν τα άλλα ζωικά είδη -ακόμη και τα πρωτεύοντα!- είναι σε όλους εμφανές.

Εξίσου εμφανές είναι ότι, από την πρώτη στιγμή που έρχεται στον κόσμο, ο εγκέφαλός μας δεν είναι ένας «άγραφος μαυροπίνακας», μια tabula rasa, αλλά διαθέτει τις απαραίτητες ανατομικές δομές και τις νοητικές λειτουργίες που του επιτρέπουν να χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη γλώσσα αλλά και να μάθει, αν χρειαστεί, οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη γλώσσα.

Από πού προέρχεται και πώς εκδηλώνεται αυτή η μοναδική ικανότητα του ανθρώπινου νου να «απελευθερώνει» τον λόγο; Σε αυτά τα ερωτήματα πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις έχει δώσει ο Αμερικανός γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι.

Μολονότι είναι διάσημος περισσότερο για τις αντιεξουσιαστικές και αντισυμβατικές πολιτικές απόψεις του, ο Τσόμσκι δικαίως θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ανανεωτές της σύγχρονης γλωσσολογίας για τις πραγματικά επαναστατικές επιστημονικές ανακαλύψεις του, οι οποίες ρίχνουν νέο φως στο ερώτημα της προέλευσης του ανθρώπινου λόγου.


Σύμφωνα με τη θεωρία της «καθολικής γραμματικής», που ο Τσόμσκι πρωτοδιατύπωσε το 1957 στο σπουδαίο βιβλίο του «Συντακτικές Δομές» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη), αλλά και στα περισσότερα μεταγενέστερα βιβλία του, όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν μια έμφυτη και μοναδική γλωσσική ικανότητα. Πίσω από την τεράστια ποικιλομορφία και τις μεγάλες διαφοροποιήσεις των ανθρώπινων γλωσσών -υπολογίζεται ότι σήμερα υπάρχουν πάνω από 7 εκατομμύρια!- αυτός και οι μαθητές του ανακάλυψαν κάποιες κοινές θεμελιακές γραμματικές και συντακτικές δομές.

Η μοναδικότητα του ανθρώπινου λόγου, υποστηρίζει ο Τσόμσκι, δεν αφορά μόνο τον τεράστιο αριθμό ήχων ή τον συνδυασμό των γραμμάτων για την παραγωγή νέων λέξεων, αλλά και τις απεριόριστες δυνατότητες συνδυασμού των ίδιων των λέξεων για να δημιουργούμε νέες προτάσεις και νέα νοήματα.

Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει εξαρχής, όπως υποστηρίζουν οι συμπεριφοριστές γλωσσολόγοι, ένα προδιαμορφωμένο γλωσσικό «αρχείο» από το οποίο αντλούμε τις γλωσσικές απαντήσεις μας στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, αλλά, αντίθετα, μπορούμε να δημιουργούμε έναν δυνητικά απεριόριστο αριθμό απαντήσεων από έναν πεπερασμένο αριθμό λέξεων και γραμματικών κανόνων!

Προφανώς οι άνθρωποι, σε αντίθεση με τα άλλα ζώα, πρέπει να διαθέτουμε μια έμφυτη «γραμματική δομή» που μας επιτρέπει, όπως όλοι διαπιστώνουμε καθημερινά, να επεξεργαζόμαστε την πολύ πλούσια -συντακτικά και σημασιολογικά- γλώσσα που μιλάμε, αλλά και μια εν δυνάμει απεριόριστη δυνατότητα έκφρασης.

Αυτές οι καλά τεκμηριωμένες γλωσσικές ικανότητες οδήγησαν τον Τσόμσκι -και πολλούς άλλους γλωσσολόγους- στην εύλογη επιστημονικά υπόθεση ότι: για να μπορούν τα νήπια μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποκτούν και να μιλούν στοιχειωδώς καλά τη γλώσσα των ενηλίκων, τότε η «γραμματική» ικανότητα θα πρέπει να είναι «καθολική» και ισότιμα μοιρασμένη σε όλη την ανθρωπότητα.

Συνεπώς, όλες οι ανθρώπινες γλώσσες διαθέτουν έναν κοινό πυρήνα κανόνων που επιτρέπει την ανάδυση και την εξέλιξη των επιμέρους και ιδιαίτερα διαφοροποιημένων ανθρώπινων γλωσσών!

Σύμφωνα με τη «θεωρία της καθολικής γραμματικής», όλοι οι άνθρωποι μοιράζονται μια κοινή ανθρώπινη φύση, η οποία σχετίζεται αφενός με την ύπαρξη μιας μοναδικής καθολικής γραμματικής και αφετέρου με την κοινή εξελικτική καταγωγή όλων των σημερινών ανθρώπων.

Μήπως άραγε υπήρξε και μια πρωταρχική ανθρώπινη γλώσσα από την οποία προέκυψαν όλες οι άλλες; Ουδείς το γνωρίζει.

Οσο για τον ίδιο τον Τσόμσκι, απορρίπτει τις εξελικτικές ψυχογλωσσολογικές θεωρίες σχετικά με την απόκτηση του λόγου και επιμένει ότι η ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα δεν είναι μόνο έμφυτη αλλά και αποκλειστικό χαρακτηριστικό του είδους μας. Εχει ισχυριστεί, μάλιστα, ότι πιθανότατα είναι εγγεγραμμένη στο DNA μας, δηλαδή στα γονίδιά μας!

Μια ιδιαίτερα προκλητική εικασία που, ωστόσο, εξηγείται από τις γονιδιοκεντρικές αντιλήψεις που επικρατούσαν την εποχή που διατύπωσε τη γλωσσολογική θεωρία του.

Δυστυχώς, αυτή η «σκληρή» βιολογιστική προσέγγιση του ανθρώπινου λόγου μετατρέπει την καθολική γραμματική σε θαύμα: τι ήταν αυτό που χάρισε αποκλειστικά στους πρωτανθρώπους τη «γλώσσα των αγγέλων»; Γιατί μόνο οι πρόγονοί μας απέκτησαν αυτήν τη μοναδική ικανότητα και όχι οι πιο στενοί εξελικτικά συγγενείς τους;

Οπως θα δούμε στο επόμενο άρθρο μας, η συγκεκριμένη θεωρητική προσέγγιση του Τσόμσκι σήμερα κρίνεται ως εξαιρετικά προβληματική και συναντά πολύ σοβαρές δυσκολίες, αφού διαψεύδεται από τα όσα έχουμε μάθει εν τω μεταξύ για την επιρροή των γονιδίων στις ανθρώπινες νοητικές λειτουργίες, κυρίως όμως από τα όσα ανακάλυψαν πρόσφατα οι νευροεπιστήμες για τις εγκεφαλικές προϋποθέσεις της γλώσσας.

ΕΦ-ΣΥΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου